Τι πρόβλημα στ’ αλήθεια, με τούτη τη γενιά. Αναρωτηθήκατε ποτέ; Περίεργο πράγμα να νιώθεις πως βαδίζεις μονίμως στην κόψη του ξυραφιού. Στο νήμα, λίγο πριν τον τερματισμό. Στο μεταίχμιο. Στον δρόμο για τη βρύση που δροσίζει. Στο λίγο από τα παλιά των προηγούμενων και στο πολύ των νεότερων. Δεν είμαστε παλιοί, μα δεν είμαστε και βουτηγμένοι ολόκληροι στο ολοκαίνουριο και το σύγχρονο. Γιατί προλάβαμε.
Μισή ζωή, ακουμπισμένη στις αλάνες τις λιγοστές, όσες υπήρξαν, στο τζαμί και το κυνηγητό. Στους δρόμους και τα ξενύχτια. Παιδευτήκαμε!
Νοστάλγησα τη μυρωδιά από το βρεγμένο χορτάρι. Νοστάλγησα τη γεύση της βανίλιας, του λουκουμιού και της καραμέλας βουτύρου.
Τα κοκόρια να κακαρίζουν από το πρωί και τα κούτσουρα στη σόμπα να τρίζουν καθώς καίγονται.
Νοστάλγησα τα γράμματα του ταχυδρόμου. Την κολοκυθόπιτα της γιαγιάς μου. Τις κασέτες στο κασετόφωνο. Το στυλό μπικ – πώς ταίριαζε, ειδικά αυτός ο άτιμος στις δύο τις τρύπες – για να γυρίσω τη λεπτή μαύρη ταινία που είχε πεταχτεί έξω από την κασέτα.
Τα κλασικά βιβλία της “Εστίας” και τα κλασικά εικονογραφημένα παραμύθια με τις πανέμορφες βασιλοπούλες και τους πρίγκιπες.
Νοστάλγησα τις παιδικές σειρές της κρατικής τηλεόρασης. Τον Κήπο με τα αγάλματα, το Καπλάνι της βιτρίνας, τη Φρουτοπία, τα κινούμενα σχέδια, τις ιστορίες για τους καλικάντζαρους. Τα ατέλειωτα, ομαδικά παιχνίδια στους δρόμους, τις φωνές και τις υπαίθριες βρύσες. Να χώνουμε κεφάλια και χούφτες για να δροσιστούμε.
Τα καλάθια στις γειτονιές που κατέβαζαν οι μανάδες από τα μπαλκόνια δεμένα με σπάγκο. Τάιζαν και πότιζαν στρατιές από παιδιά. Τα βινύλια με τα εξώφυλλα, έργα τέχνης.
Τη μυρωδιά της εφημερίδας και τη μαυρίλα που άφηνε στο άσπρο τραπεζομάντιλο της μάνας μου, καθώς την ξεφύλλιζε ο πατέρας μου, πίνοντας τον νες καφέ του.
Χτυπημένος πάντα με το κουταλάκι στο χέρι – καβγάς ποιος θα τον πρωτοχτυπήσει – για να βάλουμε το δάχτυλο και να γευτούμε την υπέροχη κρέμα του.
Νοστάλγησα τους γαλατάδες που περνούσαν από τις γειτονιές, εκείνους που πουλούσαν γλειφιτζούρια-μηλαράκια, κοκοράκια-αυγά ή έφτιαχναν χαλασμένες ομπρέλες. Αν είναι δυνατόν! Τα μικρά παντοπωλεία της γειτονιάς που σε ήξεραν μέχρι και με το χαϊδευτικό σου!
Νοστάλγησα τα μεγαλειώδη πανηγύρια του Αϊ Γιώργη και της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα. Τα πλαστικά, φτηνιάρικα παιχνίδια, τον γύρο του θανάτου, τη μάντισσα, το κορίτσι που μεταμορφωνόταν σε γορίλα…Υπερθέαμα.
Νοστάλγησα να ακούσω να φωνάζουν το όνομά μου οι φίλοι μου στο δρόμο. Να ουρλιάζουν κάτω από το μπαλκόνι μου για να κατέβω να παίξω μαζί τους. “Αθηνάααααααα!”
Νοστάλγησα τις συλλογές μου και τις ατέρμονες ανταλλαγές μου. Αλληλογραφίες, χαρτοπετσέτες, σπίρτα, μπίλιες, καπάκια, τις κάρτες με τα αυτοκίνητα. Νοστάλγησα το χώμα, να μετρήσω τα παγωτά μου και τα μπάνια μου στη θάλασσα, βρε αδερφέ.
Νοστάλγησα τα παιδικά μου χρόνια. Τότε που μας απασχολούσαν ελάχιστα, που τα αυτοκίνητα ήταν λιγότερα, που τα καλοκαίρια δεν ανεβαίναμε σπίτι πριν από τις έντεκα το βράδυ.
Λερώναμε χέρια και πόδια, πίναμε από σκουριασμένες βρύσες και δεν άνοιγε ρουθούνι, είχαμε οι περισσότεροι το ίδιο μπόι και τα ίδια κιλά, αλήθεια, δεν καλοθυμάμαι, υπήρχαν παχύσαρκα παιδιά;
Παίρναμε τις στροφές μπουλούκια, τσακαλοπαρέες ολόκληρες, κι απομακρυνόμασταν δίχως υστερίες, γιατί όλοι γνώριζαν τίνος παιδί ήσουν.
Νοστάλγησα τα μικρά αγρίμια της γενιάς μου. Αχ και να τα ξανατάιζα στο στόμα! Κι εσύ συνέχισε να με ρωτάς είκοσι χρόνια τώρα….
“Πού θα βρεθεί η Ελένη, μπορεί στο Άργος, στους αγρούς, μπορεί στην οικουμένη”.
“Αν είχα μια Μαρία σε μια σοφίτα ” – Αθηνά Τερζή – εκδόσεις Πηγή