Η ιστορία της Ιστάρ και του Ταμούζ

Η ιστορία της Ιστάρ και του Ταμούζ

Η θεά της γονιμότητας Ιστάρ ήταν άτυχη στον έρωτα. Ο σύζυγός της Ταμούζ, η μεγάλη αγάπη της νεότητάς της, είχε πεθάνει όταν ήταν ακόμη πολύ νέος.

Στη Βαβυλώνα, οι νεκροί πήγαιναν στην Ιρκάλλα, στον κόσμο των νεκρών, από τον οποίο δεν υπάρχει επιστροφή.

Εκεί, στο σκοτεινό αυτό τόπο, βασίλευε η θεά Ερεσκιγκάλ, αδελφή της Ιστάρ.

Περίλυπη η Ιστάρ αποφάσισε να ξανασμίξει με τον αγαπημένο της σύζυγο. Φόρεσε τα καλύτερά της ρούχα και κοσμήματα και μπήκε στο σπήλαιο που οδηγεί στον Κάτω Κόσμο. Η Ιρκάλλα περιβάλλεται από επτά πύλες από τις οποίες έπρεπε να περάσει για να φτάσει στην κατοικία των νεκρών.

Όταν έφτασε στην πρώτη πύλη, η Ιστάρ φώναξε τον Νέντου που στεκόταν φρουρός: «Άνοιξε την πύλη και άσε με να μπω».

Ο φρουρός δεν μίλησε ούτε όμως της άνοιξε.

«Αν δεν μου ανοίξεις θα τη σπάσω και θα απελευθερώσω όλους τους νεκρούς που ζουν στο ζοφερό αυτό τόπο», φώναξε η Ιστάρ.

Τότε ο Νέντου την κοίταξε που στεκόταν μπροστά του περήφανη με το λαμπερό της στέμμα στο κεφάλι και είπε:

«Θα πάω το μήνυμά σου στην Ερεσκιγκάλ. Περίμενε εδώ».

Η Ερεσκιγκάλ θύμωσε πολύ όταν ο φύλακάς της είπε τι είχε συμβεί και αποφάσισε να της δώσει ένα μάθημα. Ο Νέντου γύρισε στην πύλη, αλλά πριν η Ιστάρ μπει της ζήτησε το στέμμα της. Η θεά ζήτησε να μάθει γιατί.

«Για να μπει κάποιος στο βασίλειο της Ιρκάλλα πρέπει να υπακούσει στους νόμους της», της είπε ο φρουρός.

Όταν έφτασε στη δεύτερη πύλη ο φρουρός της ζήτησε το οκτάκτινο αστέρι που φορούσε στο λαιμό της. Στην τρίτη πύλη έβγαλε τα βραχιόλια που φορούσε στους καρπούς της και στην τέταρτη τα παπούτσια της. Φτάνοντας στην πέμπτη πύλη ο φρουρός της ζήτησε να βγάλει το πέπλο που κάλυπτε το πρόσωπό της και στην έκτη το μανδύα της. Τελικά έφτασε στην έβδομη πύλη. Εκεί ο φρουρός της ζήτησε να βγάλει όλα της τα ρούχα.

Ταπεινωμένη η Ιστάρ μπήκε τελικά ολόγυμνη στην Ιρκάλλα όπου την περίμενε η Ερεσκιγκάλ. Με κεφάλι λιονταριού, κρατώντας ένα ερπετό στα χέρια, η βασίλισσα της είπε: «Μπορεί να είσαι η αρχόντισσα των θεών, τώρα όμως βρίσκεσαι στο δικό μου σκοτεινό βασίλειο απ’ όπου κανείς δεν επιστρέφει. Εδώ κανένας δεν χρειάζεται το φως. Σκόνη και λάσπη θα είναι η τροφή σου και φτερά ο μανδύας σου. Οι πύλες για τον πάνω κόσμο έχουν κλείσει πια για σένα!».

Και με τα λόγια αυτά κάλεσε τον Νάμταρ, το δαίμονα με κεφάλι οχιάς και νύχια αετού, που αγκάλιασε σφιχτά την Ιστάρ. Στο κορμί της φύτρωσαν φτερά και το φως χάθηκε από τα μάτια της. Όλες της οι αναμνήσεις από την προηγούμενη ζωή της, από την αγάπη της για τον Ταμούζ, έσβησαν κι αυτές μαζί με το φως.

Πάνω στη γη, με το που η Ιστάρ κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο, τα πουλιά έπαψαν να κελαηδούν, τα ζώα σταμάτησαν να ζευγαρώνουν, οι άνθρωποι έχασαν την επιθυμία να σμίξουν ερωτικά. Οι ιέρειες στο ναό της Ιστάρ αποσύρθηκαν και κανένας δεν ήθελε πια να περνά χρόνο μαζί τους πίνοντας και τραγουδώντας.

Ο θεός του ήλιου Σαμάς αναστατώθηκε με τις αλλαγές αυτές.

Διαβάστε επίσης: “Το Μαγαζί της Αλήθειας” μια διδακτική ιστορία από τον Χόρχε Μπουκάι

«Όλος ο κόσμος θα καταστραφεί αν αυτό συνεχιστεί», σκέφτηκε απελπισμένος, καθώς οι δυνάμεις του δεν ήταν αρκετές για να νικήσει την Ερεσκιγκάλ. Γι’ αυτό πήγε στον μεγάλο θεό Έα και του εξιστόρησε τι είχε συμβεί. Τότε ο Έα δημιούργησε ένα πλάσμα άφοβο, τον Ουντουσουναμίρ και το έστειλε στην Ιρκάλλα να ζητήσει από την Ερεσκιγκάλ το νερό της ζωής.

Επειδή το πλάσμα ήταν δημιούργημα του μεγάλου θεού, η βασίλισσα δεν μπόρεσε να το εμποδίσει να μπει στο βασίλειό της και παρόλο που εξοργίστηκε όταν, εκτός από το νερό της ζωής, της ζήτησε να του οδηγήσουν μπροστά του την Ιστάρ, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να υπακούσει.

Όταν η Ιστάρ εμφανίστηκε με το σώμα της καλυμμένο από σκονισμένα φτερά, ο Ουντουσουναμίρ την έλουσε με το νερό της ζωής. Σκόνη, λάσπη και φτερά έπεσαν κάτω. Η Ιστάρ ήταν πάλι ζωντανή. Ο Ουντουσουναμίρ την οδήγησε μέσα από τις πύλες και σε κάθε μία πύλη οι φρουροί της επέστρεφαν τα ρούχα και τα στολίδια της. Φτάνοντας στην πρώτη πύλη πήρε το στέμμα στα χέρια της και το φόρεσε κι αυτό.

Έξω από την σπηλιά η Ιστάρ αντίκρισε μια γη σιωπηλή. Δεν ακουγόντουσαν κελαηδίσματα, ούτε μουγκανητά ή βελάσματα. Τα τραγούδια των ναυτικών από το λιμάνι, η μουσική από το ναό, είχαν κι αυτά σιωπήσει.

Βγαίνοντας η θεά ένιωσε τη δύναμή της να επιστρέφει. Τα ζώα την χαιρετούσαν και όταν η Ιστάρ περνούσε από μπροστά τους ολόρθη και περήφανη, υποκλίνονταν με σεβασμό. Έμποροι και στρατιώτες έτρεξαν γρήγορα να χωθούν στην αγκαλιά των γυναικών τους. Οι ιέρειες ξανάρχισαν το σαγηνευτικό τους τραγούδι. Όλη η πλάση, μαζί και οι θεοί, γιόρταζε την επιστροφή της Ιστάρ.

Όσο για τον Ταμούζ, έξι μήνες το χρόνο τους περνά στον Κάτω Κόσμο. Τους άλλους έξι επιστρέφει θριαμβευτικά στη γη την πρώτη μέρα της άνοιξης μαζί με την αγαπημένη του Ιστάρ.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Σοφές Ιστορίες Αγάπης» από τις εκδόσεις Αρχέτυπο

Ενδιαφέροντα σεμινάρια και μαθήματα