Κάπου στο Αιγαίο Πέλαγος – 2015 (11 ημέρες από το σπίτι)

kapou-agaio-pelagos-2018-11-meres-apo-spiti

Ο Μαχμούντ λαγοκοιμόταν, αλλά όποτε τον σκέπαζαν τα κύματα, ξυπνούσε. Λεπτά – ώρες; – πέρασαν, και ο Μαχμούντ ονειρεύτηκε ότι μια βάρκα ερχόταν να τους πάρει. Άκουγε τον κινητήρα της πάνω από τον παφλασμό των κυμάτων. Ο Μαχμούντ τινάχτηκε στον ύπνο του. Πέρασε το υγρό, παγωμένο χέρι του στο πρόσωπό του, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί και τον άκουσε πάλι – τον θόρυβο ενός κινητήρα.

Δεν ονειρευόταν! Πού ήταν όμως; Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά ήταν ακόμα σκοτεινά. Δεν μπορούσε να δει τη βάρκα, αλλά την άκουγε. “Εδώ!” φώναξε. “Εδώ!” Όμως ο ήχος του κινητήρα παρέμεινε ακόμα απογοητευτικά, απελπιστικά μακριά. Μακάρι αυτός που ήταν στη βάρκα να μπορούσε να τους δει, σκέφτηκε ο Μαχμούντ. Σε όλη του τη ζωή μάθαινε πώς να κρυφτεί. Να μένει απαρατήρητος. Και τώρα που ήθελε να τον δουν, ήταν όντως αόρατος.
Ο Μαχμούντ φώναξε από εξάντληση και απελπισία.

Ήθελε να τα κάνει όλα από την αρχή. Ήθελε να γυρίσει πίσω και να βοηθήσει το αγόρι σ’ εκείνο το δρομάκι στο Χαλέπι που το είχαν χτυπήσει για το ψωμί του.
Να ουρλιάξει, να φωνάξει και να ξυπνήσει τους πολίτες της Σμύρνης που κοιμόνταν για να δουν αυτόν και τους άλλους ανθρώπους που κοιμόνταν στις εισόδους των σπιτιών και στα πάρκα. Να πει στον Μπασάρ αλ Άσαντ και στο στρατό του να πάνε στο διάολο. Ήθελε να πάψει να είναι αόρατος, να ορθώσει το ανάστημά του και να πολεμήσει. Τώρα όμως δεν θα είχε ποτέ την ευκαιρία να κάνει τίποτε από αυτά. Ήταν πολύ αργά πια. Δεν είχε χρόνο.

Χρόνος. Το τηλέφωνο! Ο Μαχμούντ είχε ακόμη το τηλέφωνο στην τσέπη του! Το έβγαλε και πάτησε το κουμπί πάνω από την πλαστική σακούλα και η οθόνη με το ρολόι άναψε σαν φάρος στο σκοτάδι. Ο Μαχμούντ το σήκωσε ψηλά, πάνω από το κεφάλι του, και το κούνησε στο σκοτάδι φωνάζοντας και ουρλιάζοντας για βοήθεια. Ο κινητήρας ακούστηκε πιο δυνατά.

Ο Μαχμούντ έκλαψε από χαρά όταν το πλοιάριο φάνηκε μέσα από το σκοτάδι – ένα αληθινό πλοιάριο αυτή τη φορά, όχι ένα φουσκωτό. Ένα ταχύπλοο με φώτα και κεραίες, με μπλε και άσπρες ρίγες στο πλάι – τα χρώματα της ελληνικής σημαίας. Ένα πλοιάριο της ελληνικής ακτοφυλακής είχε έρθει να τους σώσει. Και στο μπροστινό μέρος του σκάφους, γονατιστός με τα χέρια ενωμένα σαν να έλεγε “ευχαριστώ”, ήταν ο πατέρας του Μαχμούντ.

Και ο Ουαλίντ ήταν εκεί, πιο πίσω, κάτω από μια ισοθερμική κουβέρτα. Σε λίγο ο Μαχμούντ και η μητέρα του είχαν βγει από το νερό και, τυλιγμένοι κι αυτοί με ισοθερμικές κουβέρτες, ένιωσαν μια στάλα ζεστασιά να ξαναγυρίζει στο παγωμένο κορμί τους. Η μητέρα του Μαχμούντ ήταν πολύ εξαντλημένη για να μιλήσει, έτσι ο μεγάλος γιος είπε στον πατέρα του πως είχαν δώσει τη Χάνα για να μην πνιγεί μαζί τους. Ο πατέρας του Μαχμούντ έκλαψε, αλλά τράβηξε τον γιο του κοντά του και τον αγκάλιασε.

“Η Χάνα δεν είναι μαζί μας, αλλά είναι ζωντανή. Το ξέρω”, του είπε ο πατέρας του. “Κι αυτό χάρη σ’ εσένα, παιδί μου”. Το πλοιάριο της ελληνικής ακτοφυλακής σάρωνε το ταραγμένο Αιγαίο πέλαγος το υπόλοιπο της νύχτας, βγάζοντας κι άλλους ανθρώπους από το νερό. Η ακτοφυλακή αποβίβασε τελικά τον Μαχμούντ και την οικογένειά του, και όλους τους άλλους πρόσφυγες στο νησί της Λέσβου.

Κόντευε έξι το πρωί και ο ουρανός είχε αρχίσει να φωτίζει. Ο Μαχμούντ δεν ήταν σίγουρος, αλλά πίστευε πως αυτός και η μητέρα του είχαν μείνει πάνω από δύο ώρες στο νερό. Όταν βγήκαν από το σκάφος, ο πατέρας του Μαχμούντ έπεσε στα τέσσερα και φίλησε το χώμα, ευχαριστώντας τον Αλλάχ. Άλλωστε ήταν ώρα για τις πρωινές προσευχές και ο Μαχμούντ τον μιμήθηκε.

Όταν τελείωσαν, ο Μαχμούντ άρχισε ν’ ανεβαίνει παραπατώντας στη βραχώδη, γκρίζα ακτή, λοξοκοιτώντας τους λόφους που υψώνονταν πέρα από την παραλία. Και τότε κατάλαβε: δεν ήταν αληθινοί λόφοι. Ήταν στοίβες, πολλές στοίβες από σωσίβια. Υπήρχαν βουνά από δαύτα, σε όλο το μήκος και το πλάτος της ακτής, όσο μπορούσε να δει ο Μαχμούντ. Όπως το Χαλέπι είχε στοίβες από μπάζα, έτσι η Λέσβος είχε στοίβες από σωσίβια, εγκαταλειμμένα από εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που είχαν έρθει πριν από αυτούς, αφήνοντας τα γιλέκα που δεν χρειάζονταν πια και ακολουθώντας έναν δρόμο που θα τους πήγαινε κάπου αλλού.

Υπήρχαν πτώματα επίσης στην παραλία. Άνθρωποι που δεν είχαν επιβιώσει στην θάλασσα τη νύχτα, που δεν τους είχε βρει εγκαίρως η ακτοφυλακή. Άντρες κυρίως, αλλά και μερικές γυναίκες. Και ένα παιδί. Η μητέρα του Μαχμούντ έτρεξε στο νήπιο, φωνάζοντας το όνομα της Χάνα. Ο Μαχμούντ έτρεξε ξοπίσω της έντρομος, αλλά το παιδί δεν ήταν η Χάνα. Ήταν το κοριτσάκι κάποιας άλλης που τα πνευμόνια του είχαν γεμίσει με νερό θαλασσινό.

Η μητέρα του Μαχμούντ έκλαψε στον ώμο του, ώσπου ένας Έλληνας με στολή τους απομάκρυνε από το πτώμα και κατέγραψε το νήπιο σε ένα μικρό σημειωματάριο. Καταμετρούσε τους νεκρούς της ημέρας. Ο Μαχμούντ απομακρύνθηκε παραπατώντας. Ένιωθε μουδιασμένος σαν να ήταν πάλι στο παγωμένο νερό.

Η μητέρα του Μαχμούντ πήγε σε όλους τους πρόσφυγες που είχαν αποβιβαστεί τη νύχτα και ήταν ακόμα εκεί, ρωτώντας τους αν είχαν δει τη μικρή Χάνα. Όμως κανένας δεν την είχε δει. Η βάρκα με τη μικρή Χάνα είχε χαθεί. Είτε είχε φτάσει στο νησί και οι επιβάτες της είχαν ήδη μετακινηθεί είτε είχε πέσει κι αυτή πάνω στα βράχια.

Η μητέρα του Μαχμούντ γονάτισε στο βραχώδες έδαφος και έκλαψε. Ο πατέρας του την πήρε στην αγκαλιά του και την άφησε να ξεθυμάνει τον πόνο της. Ο Μαχμούντ ένιωσε απαίσια. Το λάθος ήταν δικό του. Η Χάνα μπορεί να ήταν τώρα μαζί τους αν δεν είχε πει να την πάρει κάποιος από εκείνη τη βάρκα. Ή μπορεί να είχε πεθάνει αυτές τις δυο ώρες που είχαν μείνει στο νερό.

Όπως και να ‘χε, την είχαν χάσει. “Μαχμούντ”, είπε σιγανά ο πατέρας του για να μην τον ακούσει η μητέρα του που έκλαιγε, “κοίταξε τα άλλα πτώματα μήπως μας κάνει κάποιο από τα παπούτσια τους”.

Πρόσφυγας Alan Gratz εκδόσεις Ελληνικά γράμματα

Ενδιαφέροντα σεμινάρια και μαθήματα