Όσο μεγαλώνουμε, είμαστε σε μεγάλο βαθμό οι σχέσεις μας και αν αυτές διακυβεύονται, κλονίζονται, ρημάζουν ή σπάνε, είναι πολύ ταλαίπωρο και δύσκολο να πατάμε γερά ή να είμαστε καλά. Γι’ αυτό και τις διαφυλάσσω όσο μπορώ και περνάει από το χέρι μου. Ακόμη και τις πλέον τυπικές ή τις πολύ σύντομες. Κοιτάζω να παίζω με άμιλλα, αποφεύγοντας περιττές διενέξεις.
Δεν γνωρίζω πώς θα είναι η οικογένεια του μέλλοντος. Σίγουρα, σαν θεσμός έχει αλλάξει πολύ. Από την εκτεταμένη οικογένεια που τα μέλη της, ολόκληρες γενιές και σόγια, συμβίωναν κάτω από την ίδια στέγη, σε ένα πιο μαζεμένο ας πούμε σχήμα συμβίωσης της σύγχρονης πυρηνικής με βασικά μέλη τους γονείς και τα παιδιά και από τα μεμονωμένα ανύπαντρα ζευγάρια και τη μονογονεϊκή, μέχρι μια ανοιχτή και ελεύθερη οικογένεια, οι αλλαγές είναι μεγάλες.
Γνωρίζω, από πρώτο χέρι όμως, πως κανένας νόμος ή θεσμός δεν θα καταφέρει να συνταγογραφήσει τη σωστή δοσολογία παρουσίας ενός γονιού στη ζωή του παιδιού του και εκεί έγκειται η μεγαλοψυχία, η υπέρβαση, η αφοσίωση και η αγάπη που στις μελανότερες στιγμές μιας οικογένειας καλούνται να δείξουν δύο γονείς.
Γνωρίζω επίσης, τώρα πια, πως πρωταρχικό ρόλο στην ηρεμία και την ασφάλεια ενός παιδιού έχει η σχέση και η επαφή με τη μάνα – η πρωταρχική σχέση και σύνδεση με την Ύπαρξη – και με τον πατέρα, την προσωποποίηση και ενσάρκωση της δύναμης. Η συναισθηματική αυτή εγγύτητα και άμεση ανταπόκριση στο κάλεσμα και την ανάγκη του παιδιού είναι που του δίνει φτερά να πετάξει.
Σαν τα φρούτα, οι εποχές είχαν τη δική τους μοναδική γεύση και κοντά του τις γευόμουν όλες σαν μικρό παιδί και πάλι. Όπως άνοιγα το παράθυρο το πρωί και αντίκριζα το ήσυχο χιονισμένο τοπίο, σκεφτόμουν φωναχτά τη δική του πιθανή έκπληξη στο αντίκρισμα αυτής της φυσικής ομορφιάς και ενθουσιαζόμουν ακόμη περισσότερο.
Και όταν την άνοιξη γέμιζε ο κήπος και το σπίτι πεταλούδες και αττικές μυρωδιές γνώριμων βοτάνων που τις έφερνε ο αέρας από το ρέμα, λέτε και τις μύριζα πρώτη φορά και η ίδια εκτός από αυτόν.
Ή τα καλοκαίρια, με το απέραντο γαλάζιο που απλωνόταν με γενναιοδωρία γαλήνης, κρυστάλλινης ομορφιάς, εικόνων, ερεθισμάτων και αγγιγμάτων είχαν τη δική τους μαγεία και αυτά. Οι πρώτες του ευαισθησίες που γεννιόνταν με πλημμύριζαν συγκίνηση. Για τα καβουράκια και τη μαμά τους, τα μικρά ψαράκια και το σπίτι τους, τα κάστρα στην άμμο και την παροδικότητά τους, τους καλοκαιρινούς φίλους και τις εποχικές αναμνήσεις τους.
Και με τη μαγική καλοκαιρινή αύρα να μεγαλώνει τα παιδιά γρηγορότερα από ποτέ άλλοτε, τον έβλεπα να μεγαλώνει και να στερεώνει στη γη τα πόδια του δυνατά και να ορθώνεται και να στέκεται σαν δέντρο μικρό σε ηλικία αλλά γερό σε βάσεις.
Αν πριν μερικά χρόνια μου έλεγε κάποιος ότι μια μέρα η ζωή μου θα ήταν ολοκληρωτικά κατειλημμένη από τη φροντίδα ενός παιδιού, πρώτη μου αντίδραση θα ήταν να το βάλω στα πόδια και ούτε να κάνω τον κόπο να γυρίσω πίσω να κοιτάξω πόσο μακριά έχω φύγει.
Και απ’ όταν ήρθε το παιδί στη ζωή μου, δεν θυμάμαι τον εαυτό μου πιο γεμάτο αγάπη, δύναμη και σε τόσο βαθιά ειλικρινή σύνδεση με τον εαυτό μου.
Αυτό θεωρώ θεϊκό σχέδιο και την αποδοχή και ευθυγράμμιση της ζωής μου μαζί του, εκπλήρωση ενός ανώτερου σκοπού.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Σόφης Σαμαρά “9 μήνες και κάτι χρόνια” από τις εκδόσεις iwrite.gr