Έναν μυστηριώδη ιό εντόπισαν επιστήμονες, του οποίου το γονιδίωμα δεν μπορούν να ταυτοποιήσουν, αφού δεν έχει εντοπιστεί ξανά σε επιστημονικές έρευνες που αφορούν ιούς.
Ο Yaravirus (Γιαραϊός) πήρε το όνομά του από τη Γιάρα, θεότητα του νερού, αφού εντοπίστηκε στη λίμνη Pampulha που βρίσκεται στη βραζιλιάνικη πόλη Belo Horizonte.
Οι ερενητές που εντόπισαν τον ιό, στη δημοσίευσή τους είπαν ότι πρόκειται για «μια νέα γενιά ιού αμοιβάδας με αινιγματική προέλευση».
Και όλα αυτά, σε μια περίοδο που ο κόσμος μας μετρά τα θύματα από τον κορωναϊό, ο οποίος εξαπλώνεται με μεγάλη ταχύτητα και απειλεί να πάρει διαστάσεις πανδημίας.
Διαβάστε επίσης: Μαθήτριες από την Κίνα ανακάλυψαν βακτήρια που τρώνε το πλαστικό και το μετατρέπουν σε νερό
Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια, οι επιστήμονες έχουν ανακαλύψει αρκετούς νέους ιούς με περίπλοκο γονιδίωμα, γεγονός που αποτελεί πρόκληση, αφού πέραν του ότι το γονιδίωμά τους είναι τεράστιο και πολύπλοκο, τους δίνει και τη δυνατότητα να συνθέτουν πρωτεΐνες, με αποτέλεσμα να μπορούν να επιδιορθώνουν και να αναπαράγουν το DNA τους.
Αντίθετα με πολλούς άλλους ιούς αμοιβάδας, ο Yaravirus δεν ανήκει σε αυτήν την κατηγορία των ιών με τεράστια και πολύπλοκα γονιδιώματα. Αυτό που τον κάνει μοναδικό είναι ότι στο μεγαλύτερο μέρος του αποτελείται από γονίδια που δεν έχουν εντοπιστεί προηγουμένως. Για την ακρίβεια, περίπου το 90% των γονιδίων του δεν βρίσκεται σε δημόσιες επιστημονικές βάσεις δεδομένων ούτε στη βιβλιογραφία.
Με αφορμή τον εντοπισμό του Yaravirus, οι επιστήμονες πιστεύουν πως βρίσκονται μπροστά στην ανακάλυψη ενός ολόκληρου κόσμου ιών, για τους οποίους δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα ακόμη.
Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, ο ιός είναι ένας παθογενετικός παράγοντας που δρα μολύνοντας τα κύτταρα ενός οργανισμού, ενσωματώνοντας το γενετικό του υλικό στο γονιδίωμα αυτών και χρησιμοποιώντας για τον πολλαπλασιασμό του, τους μηχανισμούς αντιγραφής, μεταγραφής και μετάφρασης του κυττάρου, όπως και τα περισσότερα ένζυμα που χρειάζεται για την επιβίωση του. Οι ιοί χαρακτηρίζονται, κατά συνέπεια, ως υποχρεωτικά ενδοκυτταρικά παράσιτα των οποίων το μέγεθος κυμαίνεται από 0,025 μm μέχρι 0,25 μm. Η ύπαρξή τους διαπιστώθηκε για πρώτη φορά τον 19o αιώνα και παρατηρήθηκαν στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο κατά τον 20ό αιώνα, όταν έγινε δυνατή η κρυστάλλωσή τους.
Γεωργία Χασάπη