Όταν μιλάμε για την αναθεώρηση και αναδιάρθρωση του τρέχοντος εκπαιδευτικού μας συστήματος, η ολιστική προσέγγιση πλέον έχει αρχίσει να κερδίζει όλο και παραπάνω έδαφος και ομολογουμένως, αποτελεί μια συναρπαστική και ενδιαφέρουσα εναλλακτική. Τις τελευταίες δεκαετίες η γνώση μας σχετικά με την παιδική ανάπτυξη, ψυχοσύνθεση και δυναμική έχει επεκταθεί ραγδαίως και μαζί με αυτές και οι διδακτικές μέθοδοι.
Στην πορεία της παιδαγωγικής θεωρίας με ιστορία σχεδόν 2 αιώνων, πολλοί ήταν οι κριτικοί που επεσήμαιναν ότι η εκπαίδευση των παιδιών χρειάζεται να περιλαμβάνει κάτι παραπάνω από την απλή διάπλαση μελλοντικών πολιτών και εργαζομένων. Κάποιοι από τους μεγαλύτερους θεωρητικούς, ο D.H. Thoreau, υπερβατιστής, αλλά και ο Emerson, η Μ. Montessori και ο Rudolf Steiner, πρωτοπόροι ως προς τα παιδαγωγικά συστήματα και τις μεθόδους, επέμεναν ότι η παιδεία πρέπει να κατανοηθεί ως μια τέχνη, η οποία θα καλλιεργεί την ηθική, τη συναισθηματική, τη σωματική, την ψυχολογική και την πνευματική διάσταση ενός αναπτυσσόμενου παιδιού.
Κατά τη δεκαετία του ’70 πια και σταδιακά χτίζεται ένας τέτοιος τρόπος κατανόησης της εκπαίδευσης υπό όρους ολιστικούς. Η ολιστική προσέγγιση στην παιδεία συνιστά ένα πλαίσιο εργασίας, που λειτουργεί τόσο προληπτικά, όσο και θεραπευτικά για τα σχολικά συστήματα που έχουν αποδειχτεί δυσλειτουργικά και αναποτελεσματικά. Βασίζεται στην υπόθεση ότι κάθε άτομο βρίσκει την ταυτότητά του, το νόημα και το σκοπό στη ζωή μέσα από τη σύνδεση με την κοινότητα, το φυσικό κόσμο και τις πνευματικές αξίες, όπως τη γαλήνη και την ενσυναίσθηση.
Η μεθοδολογία της στηρίζεται στην κατάλληλη προετοιμασία των παιδιών για την εκπλήρωση των προκλήσεων που θα αντιμετωπίσουν αργότερα στη ζωή και όχι μόνο στην ακαδημαϊκή ή επαγγελματική τους καριέρα. Σύμφωνα με την ολιστική προσέγγιση, τα παιδιά μαθαίνουν για τη διάπλαση του εαυτού τους, την προσωπική, κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη, την ανθεκτικότητα, τη διαμόρφωση υγιών σχέσεων και προ- κοινωνικής συμπεριφοράς, αλλά και τη βίωση της ομορφιάς της ζωής, της ίδιας της διαδικασίας μάθησης αλλά και της εμπειρίας της μεταμόρφωσης.
Τα οφέλη της ολιστικής προσέγγισης της εκπαίδευσης
Η παιδεία δεν αφορά πια μόνο στην αυστηρή, στείρα γνώση και στις μετρήσιμες δεξιότητες. Τα παρελθοντικά εκπαιδευτικά παραδείγματα βασίζονταν στις «κατά μέσο όρο» καλές επιδόσεις και στη συστηματοποίηση της γνώσης. Τα παιδιά χρειαζόταν να απομνημονεύουν πληροφορίες και να περνούν από συνεχείς εξετάσεις. Και αυτή η προσέγγιση δεν έχει αποδειχθεί μόνο αναποτελεσματική, αλλά και ψυχολογικά ανθυγιεινή για τους μαθητές.
Μέχρι και σήμερα, τα μαθήματα είναι αυστηρά διαχωρισμένα και δεν υφίσταται καμία αλληλεπίδραση ανάμεσά τους. Αν και τα παιδιά χρειάζεται να προετοιμάζονται σε έναν βασικό κορμό μαθημάτων όπως τα μαθηματικά, τη φυσική και τη λογοτεχνία, είναι σημαντικό να αρθεί η αυστηρή διαίρεσή τους. Οι επιστημονικές έρευνες πια μας δείχνουν ξεκάθαρα το πόσο αλληλοσυνδεόμενες και αλληλεξαρτώμενες είναι οι γνώσεις μας για τον κόσμο. Άλλωστε, η συνδυαστική μάθηση και όχι η ψυχρή απομνημόνευση είναι αυτή που μας επιτρέπει να θυμόμαστε όσα μαθαίνουμε, αλλά και να τα χρησιμοποιούμε δημιουργικά στην καθημερινότητά μας.
Διαχωρίζουμε και ξεχωρίζουμε, ώστε να αξιολογούμε τους μαθητές ευκολότερα, αλλά βάζοντας πάνω απ’ όλα τους βαθμούς, αυτό που καταφέραμε μέχρι τώρα είναι να δίνουμε δύναμη στη βαθμοθηρία και σε μια εξαπλωνόμενη επιδημία άγχους, ματαίωσης και αποξένωσης. Και αυτό μπορούμε να το δούμε ξεκάθαρα αν τελικά αναρωτηθούμε πόσα παιδιά αγαπούν το σχολείο, πόσο το αγαπούσαμε εμεί, όταν ήμασταν μαθητές;
Κατά δεύτερον, χρειάζεται να εκπαιδεύσουμε το σύνολο ενός παιδιού. Η επιστήμη μας επαναλαμβάνει ακούραστα πώς αλληλεπιδρούν το σώμα, ο νους και το πνεύμα. Αλλά το εκπαιδευτικό σύστημα μέχρι τώρα επιμένει να ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τη νοημοσύνη και τις νοητικές δεξιότητες. Ο Γκάντι είπε ότι ο νους, το σώμα και το πνεύμα (το κεφάλι, τα χέρια και η καρδιά) συνιστούν ένα «αόρατο όλον» και αποτελεί ψευδαίσθηση να πιστεύουμε ότι μπορούμε να αναπτύξουμε ανεξάρτητα το ένα από το άλλο.
Το στοιχείο της ολότητας ισχύει και για μια πιο ευρεία σχέση, εκείνη του παιδιού με τον κόσμο, την κοινωνία και το σύμπαν. Η ισορροπημένη σχέση με αυτά δεν επιτυγχάνεται μέσω ενός ακαδημαϊκού προγράμματος, που επιχειρεί αποτυχημένα να συμπυκνώσει τη γνώση για τον κόσμο μέσα σε διδακτικά πακέτα, αλλά μέσα από τη σύνδεση με το περιβάλλον, μέσω της καλλιέργειας της περιέργειας και του ενθουσιασμού γι’ αυτό. Ο σκοπός είναι να κάνουμε το άτομο να νιώσει μέρος της ολότητας του σύμπαντος και η διάθεση για γνώση θα έρθει φυσικά. Δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο μονοπάτι μάθησης που πρέπει να ακολουθηθεί· αυτό που λειτουργεί για κάποια άτομα, σε ορισμένες καταστάσεις, σε κάποια ιστορικά και κοινωνικά πλαίσια, δεν λειτουργεί σε άλλα. Η τέχνη της ολιστικής εκπαίδευσης βρίσκεται στην προσαρμοστικότητα και ανταπόκριση στις διαφορετικές ολιστικές μεθόδους.
Το μεγαλύτερο όφελος της ολιστικής, όμως, προσέγγισης, δεν είναι η νοητική ανάπτυξη, αλλά η αλληλεπίδραση αυτής με την ψυχολογική και συναισθηματική ανάπτυξη. Η ολιστική εκπαίδευση αφήνει το περιθώριο στο παιδί να αναπτύξει παράλληλα καλύτερες επικοινωνιακές και κοινωνικές δεξιότητες, μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ικανότητα να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους. Τροφοδοτούνται τα εσωτερικά τους κίνητρα, που τους επιτρέπουν να έχουν όνειρα για τη ζωή τους και έτσι να ανανεώνεται συνεχώς η περιέργεια και η επιθυμία για μάθηση. Όλα αυτά επιτυγχάνονται μέσω της ενσωμάτωσης και της εξατομίκευσης του εκπαιδευτικού συστήματος και όχι μέσω της αφομοίωσης και της αυταρχικότητάς του. Ήρθε η στιγμή να απαιτήσουμε περισσότερα από την εκπαίδευση των παιδιών μας και η ολιστική προσέγγιση υπόσχεται επιτυχημένα παιδιά στη ζωή και όχι μόνο στην εργασία και στο σχολείο, αλλά και στη μετέπειτα σχέση με τον εαυτό του και τους γύρω του.