Τη δεκαετία του 1980, ο Λονδρέζος ψυχίατρος Μόρτον Σάτσμαν, που διερευνούσε τη σχέση ανάμεσα στα όνειρα και τη δημιουργικότητα, ενέπλεξε στην έρευνά του τους αναγνώστες διαφόρων βρετανικών εντύπων. Δημοσίευσε μια σειρά από γρίφους σε εφημερίδες και περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας και κάλεσε τους αναγνώστες να βρουν τις λύσεις στα όνειρά τους και να του τις στείλουν.
«Αυτά τα παραδείγματα» συμπέρανε με μετριοπάθεια ο Σάτσμαν «δείχνουν ότι τουλάχιστον ορισμένα όνειρα δεν είναι απλώς νοητικές ασυναρτησίες, αλλά έχουν κάποιο νόημα και σκοπό».
Όταν ονειρευόμαστε – όπως και όταν προσπαθούμε να κατεβάσουμε ιδέες ή να κάνουμε ελεύθερους συνειρμούς -, αναστέλλουμε την κρίση μας, επιτρέποντας στον εαυτό μας να εξετάσει ιδέες που υπό άλλες συνθήκες μπορεί να απορρίπταμε, καθώς και να αντιμετωπίσει συναισθηματικές αλήθειες, στις οποίες θα προτιμούσαμε να κλείσουμε τα μάτια.
Για την ακρίβεια, οι ψυχολόγοι έχουν εντοπίσει ποιοτικές ομοιότητες ανάμεσα στα όνειρα και στους ελεύθερους συνειρμούς που κάνουμε στον ξύπνιο μας.
Τόσο τα όνειρα όσο και η ονειροπόληση βρίθουν από συναισθήματα κα εικόνες, αλλά σπανίως ενεργοποιούν αισθήσεις όπως η γεύση και η όσφρηση ή προκαλούν σωματικό πόνο και ηδονή. Και στα δύο εμφανίζονται οι προβληματισμοί μας για το παρόν και τα άγχη μας για το μέλλον, ενώ συχνά μας βυθίζουν σε συνθήκες εξωπραγματικές ή αλλόκοτες.
Όποιος ονειρεύεται, όπως και όποιος ονειροπολεί, στερείται «μετα-επίγνωσης»· δεν έχει συναίσθηση της κατάστασής του και ενδίδει στην ψευδαίσθηση ότι ο φανταστικός κόσμος είναι ο μοναδικός κόσμος. Όπως πολύ σωστά το έθεσε ο Τένισον σ’ένα ποίημα με τίτλο «Ο ανώτερος Πανθεϊσμός» {The Higher Pantheism}: «Τα όνειρα είν’αληθινά όσο κρατούν»· και, άλλωστε, στα όνειρα δε ζούμε;».
Λίγο πριν αποκοιμηθούμε περιορίζεται η νοητική μας δραστηριότητα και παίρνει μπροστά αυτό που οι νευροεπιστήμονες αποκαλούν δίκτυο αυτόματης λειτουργίας.
«Πρόκειται για ένα δίκτυο περιοχών του εγκεφάλου, το οποίο ενεργοποιείται όταν δεν ασχολούμαστε ενεργά με κάποια εργασία» εξηγεί ο ερευνητής του Χάρβαρντ Ρόμπερτ Στίκγκολντ.
Αυτή η παράδοξη αντίδραση του εγκεφάλου ανακαλύφθηκε κατά τύχη. Τη δεκαετία του 1990, όταν οι επιστήμονες άρχισαν να χρησιμοποιούν τομογραφίες εκπομπής ποζιτρονίων για να μάθουν περισσότερα για την ανθρώπινη νόηση, σχεδίαζαν να χρησιμοποιήσουν τον εγκέφαλο σε κατάσταση ηρεμίας ως μέτρο σύγκρισης, ως μια παθητική κατάσταση, σε αντίθεση με τον ενεργό εγκέφαλο που επεξεργάζεται ό,τι του έχει ανατεθεί.
Στο συγκεκριμένο πείραμα, τα υποκείμενα έπρεπε να εκτελέσουν κάποια γνωσιακή άσκηση, όπως π.χ να διαβάσουν ένα σύντομο απόσπασμα ή να προσδιορίσουν την κατεύθυνση μια κινούμενης κουκκίδας, και μετά να μείνουν ξαπλωμένα στον τομογράφο σε κατάσταση ηρεμίας· στη συνέχεια, οι ερευνητές σύγκριναν τις τομογραφίες από τις δύο φάσεις του πειράματος. Υπέθεταν ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος θα ηρεμούσε μόλις σταματούσαν να σχολούνται με την άσκηση – αλλά προς μεγάλη τους έκπληξη διαπίστωσαν ότι ο έσω προμετωπιαίος φλοιός και ο πλευρικός βρεγματικό φλοιός εμφάνιζαν μεγαλύτερη δραστηριότητα.
«Απ’ό,τι φαίνεται, όταν δεν κάνουμε τίποτα, ο εγκέφαλός μας εξακολουθεί να λειτουργεί» είπε ο Στίκγκολντ. «Είτε καθόμαστε στη θέση του συνοδηγού είτε περπατάμε στον δρόμο είτε περιμένουμε να μας φέρει η σερβιτόρα το φαγητό μας». Μπορεί εμείς να μην εστιάζουμε σε κάτι συγκεκριμένο, αλλά ο εγκέφαλος επεξεργάζεται άλυτα θέματα, αναμασά εκκρεμείς εργασίες.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Alice Robb «Ο Κόσμος των Ονείρων» από τις εκδόσεις Αιώρα