Οπλισμένη με την επίγνωση της ίδιας μου της αντίστασης στη θεραπεία, σκέφτηκα να ρωτήσω τους συμμετέχοντες σε ένα σεμινάριο που διοργάνωσα, πόσο σημαντικό ήταν γι’ αυτούς να θεραπευτούν.
Στην αρχή, όλοι απάντησαν με ενθουσιασμό ότι τίποτα δεν στεκόταν ανάμεσα σε αυτούς και στην επίτευξη αυτού του στόχου. Αλλά απάντησαν τόσο βιαστικά και με τόση ζέση που κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Η ανταπόκρισή τους ήταν εγκεφαλική, όχι αυθεντική και συναισθηματική. Το συναισθηματικό επίπεδο είναι εκείνο που αποκαλύπτει τα πραγματικά μας αισθήματα.
Αποφάσισα να τους δοκιμάσω ζητώντας τους να γίνουν πιο συγκεκριμένοι σχετικά με τις πιθανές αλλαγές που θα ήταν διατεθειμένοι να κάνουν στον τρόπο ζωής τους προκειμένου να θεραπευτούν. Η θεραπεία έχει το τίμημά της, όπως και η προσπάθεια για την κατανόηση της φύσης της συνείδησής μας.
Μ’ αυτές τις σκέψεις, έκανα στην ομάδα μια σειρά ερωτήσεων, ανεβάζοντας με καθεμιά το βαθμό δέσμευσης.
“Αν προϋπόθεση για τη θεραπεία ήταν να αλλάξετε δουλειά, θα το κάνατε;”
Τα περισσότερα μέλη απάντησαν καταφατικά.
“Αν προϋπόθεση για τη θεραπεία ήταν να μετακομίσετε σε ένα άλλο μέρος της χώρας, θα το κάνατε;”
Και πάλι, οι περισσότεροι απάντησαν καταφατικά.
“Αν προϋπόθεση για τη θεραπεία ήταν να αλλάξετε σε μεγάλο βαθμό τη στάση σας απέναντι στους άλλους και στον εαυτό σας, θα το κάνατε;”
Αυτή τη φορά, η ομάδα φάνηκε πιο επιλεκτική, και κάθισε να το σκεφτεί λίγο παραπάνω. Οι απαντήσεις τώρα παρουσίαζαν μεγαλύτερη ποικιλία, με μερικούς να λένε ότι, κατά τη γνώμη τους, η στάση τους δεν είχε πραγματική ανάγκη για αλλαγές. Άλλοι πάλι έλεγαν ότι, αν ένα τέτοιο επίπεδο αλλαγής ήταν απαραίτητο, θα έκαναν μια προσπάθεια.
“Αν προϋπόθεση για τη θεραπεία ήταν να αλλάξετε όλες τις καθημερινές σας συνήθειες, όπως να περιορίσετε το φαγητό και να προσθέσετε στο καθημερινό σας πρόγραμμα μερικές ώρες εντατικής άσκησης, θα το κάνατε αυτό;”
Και πάλι, οι άνθρωποι φάνηκαν επιλεκτικοί στις απαντήσεις τους. Κάποιοι είπαν ότι δεν θα ήθελαν να στερηθούν ορισμένα πράγματα και δεν έβλεπαν και το λόγο να το κάνουν. Κι όσο για την καθημερινή άσκηση, αρκετοί είπαν πως όσο κι αν θα ήθελαν να βάλουν τη γυμναστική στη ζωή τους, δεν διέθεταν χρόνο.
“Κι αν προϋπόθεση γα τη θεραπεία ήταν να μείνετε μόνοι σας για αρκετό καιρό, απομακρυνόμενοι ίσως για αρκετό καιρό από τα εγκόσμια, ώστε να μπορέσετε να αντιμετωπίσετε τη σκοτεινή σας πλευρά, θα το κάνατε;”
Τώρα οι απαντήσεις έγιναν πιο ενδιαφέρουσες. Μερικοί συμμετέχοντες πήραν αμυντική στάση: Και γιατί να πρέπει να κάνω κάτι τέτοιο; θέλησαν να μάθουν. Άλλοι απάντησαν κατηγορηματικά πως όχι, δεν θα το έκαναν αυτό – σαν να φοβόντουσαν ότι μια καταφατική απάντηση θα τους έστελνε αυτόματα σε ένα ησυχαστήριο για τρεις μήνες, αμέσως μετά το σεμινάριο.
“Αν προϋπόθεση για τη θεραπεία του συναισθηματικού και ψυχικού σας κόσμου ήταν να περάσετε μια σωματική ασθένεια, ίσως μακροχρόνια και επίπονη, ως μέσο για να έρθετε σε επαφή με αυτά τα κομμάτια του εαυτού σας, θα αποδεχόσαστε αυτή τη δοκιμασία;”
Η πλειοψηφία απάντησε αρνητικά. Μερικοί είπαν ότι μπορεί και να το έκαναν αν δεν είχαν άλλη επιλογή. Μόνο ένας απάντησε, “Ναι, βέβαια”.
“Κι αν προϋπόθεση για να βρείτε την υγεία σας ήταν να χάσετε ό,τι οικείο έχετε – το σπίτι, τη δουλειά, το ή τη σύντροφό σας τότε τι θα λέγατε;”
Αυτή τη φορά έπεσε σιωπή στην ομάδα. Κανένας δεν ήθελε να απαντήσει. Ήξερα ότι φοβόντουσαν. Όταν τους ρώτησα τι ήταν αυτό που τους φόβιζε, μερικοί μάσησαν κάτι απαντήσεις που συνοψίζονταν στα εξής: “Γιατί η θεραπεία μιας ασθένειας να προϋποθέτει τόσες απώλειες και μόχθο; Γιατί να μην είναι εύκολη;”
Ο λόγος που έκανα αυτές τις ερωτήσεις, τους είπα, δεν ήταν ούτε για να τους φοβίσω ούτε για να κάνω το ταξίδι προς τη θεραπεία να φαντάζει σαν ένα κρεβάτι με καρφιά. Ήταν για να δείξω ότι κρατάμε μέσα μας – είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι – τους όρους με τους οποίους θα προχωρήσουμε στη ζωή μας, κι αυτό περιλαμβάνει και τη θεραπεία μιας ασθένειας.
Το να απαντήσουν σε αυτές τις ερωτήσεις, αν και η υγεία τους ήταν σχετικά καλή, ήταν φανερό ότι τους τρομοκρατούσε. Φανταστείτε, τους είπα, πώς θα νιώθατε αν έπρεπε πραγματικά να αντιμετωπίσετε μια τέτοια δοκιμασία.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Caroline Myss Ph. D. “γιατί οι άνθρωποι δεν θεραπεύονται και πώς μπορούν” από τις εκδόσεις Διόπτρα