Όταν γεννιόμαστε, έχουμε όλοι ανάγκη από αγάπη, προσοχή και φροντίδα. Συνειδητοποιούμε, εξ απαλών ονύχων, ότι θα τα πάμε καλύτερα αν υπάρχουμε μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο.
Μας χαϊδεύουν περισσότερο, μας δίνουν περισσότερα δώρα, και κάποια πράγματα μας έρχονται πιο εύκολα αν φερόμαστε όπως θα άρεσε στους άλλους.
Με τον καιρό, βεβαιωνόμαστε ότι αυτό επαληθεύεται σε κάθε μας βήμα, αλλά εμπεριέχει κι ένα πρόβλημα: οι άνθρωποι που μας φιλοδωρούν με επιβραβεύσεις (τα «χάδια», του Έρικ Μπερν) δεν αγαπάνε εμάς αλλά το προσωπείο που κατασκευάσαμε γι΄αυτούς ίσως πριν ακόμα τους γνωρίσουμε.
Έχοντας δουλέψει περισσότερο από τριάντα χρόνια ως θεραπευτής ενηλίκων, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι, κάποια στιγμή, όλοι θα πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε πως αυτό που υποστηρίζουμε και με καλοπροαίρετη πρόθεση πιστεύουμε ότι είμαστε, είναι, εν μέρει τουλάχιστον, ψεύτικο.
Αυτή η ιδέα του εαυτού μας που περιφέρουμε αριστερά-δεξιά όταν παρουσιαζόμαστε μπροστά στους άλλους, είναι κατά βάση μια ψευδαίσθηση που δημιούργησε ο καθένας μας, με πολλή ή λίγη βοήθεια από το κοινωνικό και το οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο, νευρωτικά, προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε.
Αυτή η συνειδητοποίηση, όπως είπαμε, δεν είναι κάτι εύκολο, και το να έρθεις αντιμέτωπος μ’ αυτήν την «πραγματικότητα» είναι, όπως μπορούμε να φανταστούμε, ένα βίωμα που μας αναστατώνει.
Υπάρχει μια εικόνα που ανέκαθεν έβρισκα δυνατή και ξεκάθαρη: αν πέσω στο νερό ντυμένος κομψά, με μάλλινο παντελόνι και ασορτί σακάκι, κεντητό πουκάμισο και μια ωραία γραβάτα ασορτί με τις κάλτσες, θα δυσκολευτώ να κολυμπήσω (και κανείς δε θα προσέξει αν είμαι κομψά ντυμένος ή όχι).
Στο πνευματικό επίπεδο, οι ρόλοι που παίζω είναι σαν την εξεζητημένη ενδυμασία που δε μου επιτρέπει να κολυμπήσω και όπου – όπως στην περίπτωση που πέφτω στο νερό-, τα ρούχα γίνονται όλο και πιο ενοχλητικά. Ο δρόμος αυτός δεν ανέχεται ψεύτικους ανθρώπους, προϊόντα της φαντασίας μερικών.
Για να είμαστε αυτοί που είμαστε, η πρώτη πρόκληση είναι να βρούμε το κουράγιο ν’ αφήσουμε κατά μέρος τους ρόλους που έχουμε υιοθετήσει στη διάρκεια της ζωής μας, και ιδιαιτέρως εκείνους που παίζουμε καλύτερα.
Η δεύτερη πρόκληση είναι ν’αδειάσουμε εντελώς απ’ αυτό που μας εμποδίζει να είμαστε κάθε στιγμή άνθρωποι ελεύθεροι, απολύτως αυθόρμητοι και κυρίαρχοι μιας απελευθερωμένης συμπεριφοράς, μακριά από τη φυλακή των προσωπικών μας ορισμών για το ποιοι είμαστε.
Αυτό μπορεί, προσωρινά, ν΄ακούγεται λίγο περίεργο.
Πώς «ν’ αδειάσω» από τον ίδιο μου τον εαυτό;
Μα…. δεν είναι αδύνατον να μην είμαι αυτό που είμαι;
Αν παραιτηθώ από το Εγώ μου, τι θα μείνει;
Όλες αυτές οι ερωτήσεις είναι σωστές, ωστόσο, θα μας βγάλουν απ’ το δρόμο μας αν δεν καταλάβουμε ότι εκπηγάζουν από εκείνο ακριβώς το Εγώ που προσπαθούμε να αμφισβητήσουμε.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι “Ο Δρόμος της Πνευματικότητας» από τις εκδόσεις opera/animus”