Κάποτε, ζούσε κάποιος πλούσιος που δίκαια ένιωθε υπερήφανος για το κελάρι του και για το κρασί που ήταν εκεί μέσα. Και υπήρχε ένα κανάτι, με πάρα πολύ παλιό κρασί, που φυλαγόταν για περίσταση που την ήξερε μόνο ο ίδιος.
Ο κυβερνήτης της πολιτείας τον επισκέφτηκε κι εκείνος είπε: «Αυτό το κανάτι δεν θ’ ανοιχθεί για έναν απλό κυβερνήτη». Κι ένας επίσκοπος της επισκοπής τον επισκέφτηκε, αλλά εκείνος είπε στον εαυτό του: «Όχι, δε θα τ’ ανοίξω αυτό το κανάτι. Δε θα ξέρει την αξία του ούτε θα φτάνει τ’ άρωμα στα ρουθούνια του». ΄
Ήρθε κι ο πρίγκιπας του βασίλειου και δείπνησε μαζί του. Μα κείνος σκέφτηκε: «Είναι πολύ βασιλικό κρασί για έναν απλό πριγκιπάκο». Κι ακόμα και τη μέρα που ο ανιψιός του παντρεύτηκε, είπε στον εαυτό του: «΄Όχι, δε θα βγει γι’ αυτούς τους καλεσμένους εκείνο το κανάτι».
Και τα χρόνια πέρασαν και πέθανε ο γέρος και θάφτηκε, σαν κάθε σπόρο και σαν κάθε βελανίδι. Και τη μέρα που θάφτηκε, το πολύ παλιό κανάτι βγήκε έξω μαζί με άλλα κανάτια κρασί που μοιράστηκαν απ΄τους χωρικούς της περιοχής. Και κανένας τους δεν ήξερε τη μεγάλη του ηλικία. Για κείνους, οτιδήποτε χύνεται σ΄ένα κύπελο, είναι μόνο κρασί.
Αυτή ήταν μια ιστορία του αγαπημένου συγγραφέα Χαλίλ Γκιμπράν. Όπως και ο άνδρας της ιστορίας φύλαγε το καλό του κρασί για μια ιδιαίτερη μέρα που δεν ήρθε ποτέ, έτσι κι εμείς πολλές φορές αναβάλλουμε τη χαρά για αργότερα. Εργαζόμαστε, αγωνιζόμαστε, κάνουμε θυσίες στο παρόν με σκοπό να απολαύσουμε τη ζωή αργότερα. Σε κάποιους ανθρώπους όμως το αργότερα δεν έρχεται ποτέ. Σε άλλους, το αργότερα είναι πολύ αργά για να κάνουν οτιδήποτε. Φυσικά και πρέπει να έχουμε στόχους για το μέλλον. Αλλά δεν πρέπει ποτέ να αναβάλλουμε τη χαρά να απολαμβάνουμε τα δώρα που μπορούμε να απολαύσουμε σήμερα.