Πώς να εξηγήσεις στα παιδιά σου τη φρίκη που κρύβει η ζωή; Δεν είναι μικρά, δεν είναι και μεγάλα. Σε κοιτάζουν με μάτια ορθάνοιχτα κι απορούν και ζητούν εξηγήσεις. Κι ευτυχώς σου κρατούν ακόμη το χέρι στις βόλτες.
Ζητούν ακόμη το φιλί σου πριν κοιμηθούν, κι εκεί, παραδομένα στην αγκαλιά του Μορφέα, λίγο πριν σφαλίσουν τα μάτια κι αποκοιμηθούν, σαν τα τρελά πουλιά όλα τα σ’ αγαπώ ξεστομίζονται με φόρα.
Είναι μικρά και ζητούν τη γνώμη σου. Γουρλώνουν μάτια, τεντώνουν αυτιά, σ’ έχουν Θεό.
Αφουγκράζεσαι κάθε χτύπο, μοιράζεσαι κάθε περπατησιά…ακόμη. Αλλά όταν μεγαλώσουν τι γίνεται;
Πώς να τα προετοιμάσεις για το πιο σκληρό, πώς να τα κρατήσεις σε εγρήγορση;
Τους λες απλώς την αλήθεια. Κατάματα, ειλικρινά, αφηγηματικά, σαν ένα παραμύθι με λυπημένο τέλος.
Για το κορίτσι που πήγε να σώσει άλλα κορίτσια και βρήκε το θάνατο. Για το παιδί που είδε τον φίλο του να δολοφονείται από το χέρι ενός μεγάλου και σήμερα παλεύει για τη ζωή του. Για τα παιδιά όλου του κόσμου που χάνονται καθημερινά.
Τα παιδιά δεν φταίνε, να πάρει. Τα παιδιά είναι παιδιά. Είναι μηχανάκια καινούρια, με ελάχιστα χιλιόμετρα, στα μαλακά και τα πούπουλα και έτσι πρέπει να είναι. Είναι μπαξέδες, αμμουδερές ακρογιαλιές, απάτητο χιόνι.
Δεν φταίνε για τα λάθη των μεγάλων. Το βλέπω στα δικά μου. Ξεχνούν και ξαναγκαλιάζουν. Είναι κορφές βουνών, αγέρωχες. Βρέχονται, χιονίζονται, δροσίζονται, αφήνουν τα πουλιά και κάθονται στα δέντρα τους, φωτίζουν τα σκοτάδια με το κάτασπρο γέλιο τους.
Εμείς φταίμε για όλα. Πίσω από κάθε παιδί παραμονεύει ένας μεγάλος. Έχει ακονίσει από πριν τα δόντια. Έχει μπήξει τα νύχια στο σώμα. Δεν έχει αναλογιστεί το καθήκον του. Και το ‘χει κάνει λησμονώντας το χρέος του. Με τη συνείδηση ήσυχη.
Τα παιδιά μας, ανήκουν σε όλους. Κάποια μέρα θα ανοίξουν τις πόρτες και θα βγουν έξω για να αναστήσουν ή να καταδικάσουν άλλους συνανθρώπους. Κι αλίμονο αν δεν αντέχουν να επιστρέφουν, αν βρουν τις πόρτες κλειστές, αν ερημώσουν αλλονών τις φωλιές. Κι ακόμη περισσότερο, αν δεν τα συγχωρήσουμε, για να μάθουν κι εκείνα να συγχωρούν.
Τα παιδιά μας είναι η δεύτερη ευκαιρία. Είναι τα βεγγαλικά στον ουρανό, είναι τα αδέσποτα χρόνια. Δεν είμαστε εμείς σε καλύτερη έκδοση. Είναι κάτι άλλο, κάτι δικό τους. Άλλοι κώδικες, άλλο μέλλον, άλλη ζωή, άλλοι έρωτες, άλλα λάθη. Βαστούν τη δική τους καρέκλα στη ζωή.
Τα παιδιά μας, ανήκουν σε όλους. Ανήκουν του ενήλικου κόσμου που θα τα πουλήσει και θα τα σκοτώσει με την πρώτη ευκαιρία. Θα τους βάλει το πιστόλι στον κρόταφο. Θα τους μπήξει το μαχαίρι στην άγουρη καρδιά, θα τους βγάλει το δέρμα, θα τσαλακώσει την παιδική στολή, θα τους πετάξει στα μούτρα όλες τις αβάσταχτες αλήθειες των μεγάλων που έμαθαν να ζουν μέσα στο ψέμα. Σε μια νύχτα, σε μια απειροελάχιστη στιγμή.
Κι εσύ μεγάλε θα κοιτάς κι ακόμη θα μιλάς. Με θράσος. Θα στάζεις μίσος και χολή και εξυπνακίστικες ηθικολογίες. Θα μπήγεις το μαχαίρι στο κόκαλο.
Ακόμη και τώρα, λίγο πριν το τέλος, θα απλώνεις τον ίσκιο σου βαρύ κι ασήκωτο.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Αθηνάς Τερζή “Αν είχα μια Μαρία στη σοφίτα” από τις εκδόσεις Πηγή