Είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε τον Θεό αν αντιληφθούμε την ύπαρξη που βρίσκεται πέρα από το υλικό είναι μας. Το δεξιό ημισφαίριο του εγκεφάλου μας παρέχει ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης του άλλου.
Είναι αυτή η πλέον έγκυρη απόδειξη ότι ο Θεός υπάρχει;
Όχι, αν και αναγνωρίζει τη συνεχόμενη αναζήτηση μέσω της οποίας θα αποκαλυφθεί η απάντηση. Αρκεί να θέσουμε το ερώτημα με ειλικρίνεια. Ίσως η ιστορία που ακολουθεί να μπορεί να δώσει μια εξήγηση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Κάποτε ένας ιδιωτικός ερευνητής ανέλαβε να επιβεβαιώσει τις υποψίες κάποιου πελάτη του σχετικά με την εξωσυζυγική σχέση της γυναίκας του.
Ο ιδιωτικός ερευνητής παρακολούθησε τη γυναίκα και διαπίστωσε ότι εκείνη συναντούσε έναν άλλον άντρα τα μεσημέρια για φαγητό. Συνέχισε την παρακολούθηση και ανακάλυψε ότι το ζευγάρι νοίκιαζε δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Ο ιδιωτικός ερευνητής φρόντισε να κλείσει ένα δωμάτιο απέναντι σε αυτό του ζευγαριού. Εγκατέστησε μια φωτογραφική μηχανή με τηλεφακό και εστίασε στο παράνομο ερωτικό ραντεβού.
Πριν όμως προλάβει να φωτογραφίσει το ζευγάρι, ο άντρας και η γυναίκα έκλεισαν τα στόρια. Εκνευρισμένος – αν και πολύ κοντά στο να επιβεβαιώσει τις υποψίες του πελάτη του – ο ιδιωτικός ερευνητής έκλεισε την υπόθεση σημειώνοντας: «Βρισκόμασταν τόσο κοντά στις αδιάσειστες αποδείξεις!»
Αυτή είναι και η δική μας μοίρα. Ο Θεός υπάρχει όταν ενεργούμε «σαν να» υπάρχει. Ζούμε σε μια αναπόδραστη, υποκειμενική πραγματικότητα.
Διαβάστε επίσης: Αγάπη είναι ο Θεός εκφρασμένος
Η νευροεπιστήμη μας υπενθυμίζει ότι όταν βλέπουμε μια εικόνα του εξωτερικού κόσμου, αυτό που πραγματικά βλέπουμε είναι η ανακατασκευή, από τον εγκέφαλό μας, του φωτός που έχει διαπεράσει τον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού και προβάλλεται πάνω στον οπτικό φλοιό. Υπάρχει ένα σχεδόν άπειρο χάσμα μεταξύ της δομής του εγκεφάλου μας και του σύμπαντος πέρα από εμάς, μεταξύ «αυτού που είναι» και του τι εμείς πιστεύουμε ότι είναι πραγματικότητα.
Πιστεύουμε με βάση τις εμπειρίες που έχουμε από τον κόσμο: το τι βλέπουμε γύρω μας, το τι φαίνεται ότι είναι και το πώς επιλέγουμε να ανταποκριθούμε στο νόημα που συνάγουμε από μια τέτοια εμπειρία.
Η ικανότητα «να πιστεύουμε» απαιτεί να χρησιμοποιήσουμε την επαγωγική λογική, με την οποία ουσιαστικά δεν θα έχουμε ποτέ πρόσβαση σε μια ολοκληρωμένη και άριστα τεκμηριωμένη εικόνα. Όταν πιστεύουμε σε κάτι, αυτό σημαίνει ότι έχουμε ανοίξει τον νου μας στη δυνατότητα να συμπληρώνει τα «πλασματικά περιγράμματα» της πραγματικότητας, διαισθανόμενοι από τα ορατά σημεία της ζωής την ενδεχόμενη – ή ακόμα και την πολύ πιθανή – ύπαρξη μιας αόρατης τάξης.
Ανοίγουμε τον νου μας τη στιγμή που αυτή η κρυμμένη αλήθεια μας αποκαλύπτεται. Αυτή είναι μια αντίληψη της παρουσίας μέσα σε μια προσχηματική απουσία, και δεν είναι τόσο δύσκολο να υπάρξει.
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει μια ιδιαίτερη τάση να συμπληρώνει τα κενά της εμπειρίας τα οποία δημιουργεί η μερική αισθητηριακή εισαγωγή δεδομένων.
Χωρίς αυτή τη λειτουργία δεν θα είχαμε ανακαλύψει ποτέ τίποτα, δεν θα είχαμε εφεύρει τίποτα, ούτε και θα είχαμε εξελιχθεί σε κάτι.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Jay Lombard «Ο Νους του Θεού» από τις εκδόσεις Πεδίο