Όταν έγινε βασιλιάς, ο Αρθούρος μοιράστηκε τις εμπειρίες που είχε ζήσει μέσα στην κρυστάλλινη σπηλιά με ένα μόνο άτομο, με τη σύζυγό του, την Γκουίνεβιρ.
Πέρασαν πολλά χρόνια πριν εμφανιστεί ξανά ο Μέρλιν, και η Γκουίνεβιρ τον φανταζόταν κάπως σαν ένα μονόκερο ή κάποιο άλλο μυθικό πλάσμα.
“Αν είναι τόσο άγριος όσο τα σκοτεινά βουνά της Ουαλίας που λένε ότι είναι η πατρίδα του, θα έτρεμα από το φόβο μου αν τον συναντούσα”, είπε μια φορά στον Αρθούρο.
“Δεν είναι έτσι”, απάντησε εκείνος. “Δεν μοιάζει με τίποτα από όσα θα περίμενες”.
“Άρχοντά μου, έχω συναντήσει μάγους στην αυλή της Γαλλίας, ή τουλάχιστον αυτούς που περνιόνταν για μάγοι”, είπε η Γκουίνεβιρ.
“Δεν είναι κάτι γέροντες με μακριές, λευκές γενειάδες, που είναι πολλοί σοφοί, κουνάνε το κεφάλι τους σαν να βλέπουν κάτι που εμείς δεν μπορούμε να δούμε και ισχυρίζονται ότι διαθέτουν δυνάμεις που δεν τις βλέπει ποτέ κανένας;”
Ο Αρθούρος χαμογέλασε. “Έχω συναντήσει τέτοιους μάγους, αλλά ο Μέρλιν δεν ήταν ένας από αυτούς. Κάποτε τον ρώτησα: “Τι διαφορά έχουμε, εσύ κι εγώ; Για μένα, είμαστε απλώς δυο άνθρωποι που είναι ξαπλωμένοι κάτω από ένα δέντρο, δίπλα σ’ ένα ποταμάκι, περιμένοντας να ψαρέψουμε κανένα ψάρι για το βραδινό μας”.
Εκείνος με κοίταξε και κούνησε το κεφάλι του. “Είναι αλήθεια ότι είμαστε απλώς δυο άνθρωποι που είναι ξαπλωμένοι εδώ, όπως είπες, αλλά για σένα, αυτό το σκηνικό είναι όλη σου η πραγματικότητα, ενώ στη δική μου συνειδητότητα το ποταμάκι, το δέντρο και όλα όσα είναι γύρω μας είναι ένας απειροελάχιστος κόκκος στον απώτερο ορίζοντα”.
“Αν πράγματι ζούσε σε έναν τέτοιο κόσμο, πέρα από τον δικό μας, είπε ποτέ πώς μπορούμε να φτάσουμε κι εμείς εκεί;” ρώτησε η Γκουίνεβιρ.
“Ναι”, απάντησε ο Αρθούρος. “Επέμενε ότι η δική μου έκδοση της πραγματικότητας – το δέντρο, το ποταμάκι, το δάσος – ήταν μια ψευδαίσθηση, μια προσωπική παραίσθηση που μου επέβαλλε ο νους μου, ενώ ο δικός του κόσμος ήταν ανοικτός για όλους, εφόσον είναι ένας κόσμος που αποτελείται αποκλειστικά από φως”.
Η Γκουίνεβιρ έδειχνε σαστισμένη. “Όμως βλέπουμε και οι δυο μας αυτό το δωμάτιο, όπως και όλοι όσους ξέρουμε. Δεν νομίζω πως είναι απλώς μια παραίσθηση”.
“Άσε με να σου δείξω κάτι”, είπε ο Αρθούρος. Ζήτησε από τη βασίλισσα να φύγουν από το δωμάτιό τους και να μην επιστρέψουν εκεί μέχρι το ρολόι να χτυπήσει μεσάνυχτα. Η Γκουίνεβιρ συμφώνησε. Όταν γύρισε, το δωμάτιο ήταν θεοσκότεινο· τα κεριά ήταν όλα σβηστά και οι κουρτίνες τραβηγμένες. “Μην ανησυχείς”, ακούστηκε η φωνή του Αρθούρου. “Εδώ είμαι”.
“Τι θέλεις να κάνω άρχοντά μου;” ρώτησε η Γκουίνεβιρ.
Ο Αρθούρος απάντησε: “Θέλω να δω πόσο καλά γνωρίζεις αυτό το δωμάτιο. Περπάτα προς το μέρος μου και περίγραψέ μου τα αντικείμενα που βρίσκονται γύρω σου, χωρίς να αγγίξεις τίποτα”.
Πολύ παράξενη δοκιμασία, σκέφτηκε εκείνη, αλλά έκανε αυτό που της είπε ο Αρθούρος.
“Εδώ είναι το κρεβάτι μας και εκεί πέρα είναι το δρύινο σεντούκι της προίκας μου, που το έφερα μαζί μου από πέρα από τη θάλασσα.
Στη γωνία στέκει ένας ψηλός σπανιόλικος λυχνοστάτης καμωμένος από σφυρήλατο σίδερο και σε κάθε τοίχο κρέμονται δυο χαλιά”.
Περπατώντας προσεκτικά για να μη σκοντάψει σε κάποιο αντικείμενο, μπόρεσε να περιγράψει κάθε λεπτομέρεια του δωματίου, που το είχε επιπλώσει η ίδια μέχρι το τελευταίο μαξιλαράκι.
“Τώρα κοίτα”, είπε ο Αρθούρος. Άναψε ένα κερί, ύστερα ένα δεύτερο και ένα τρίτο. Κοιτώντας γύρω της, η Γκουίνεβιρ είδε με έκπληξη ότι το δωμάτιο ήταν εντελώς άδειο.
“Δεν καταλαβαίνω τίποτα”, μουρμούρισε.
“Όλα όσα περιέγραψες ήταν οι προσδοκίες σου σχετικά με αυτά που περιέχει το δωμάτιο, όχι αυτά που πράγματι υπήρχαν εδώ. Αλλά οι προσδοκίες έχουν δύναμη. Ακόμη και στα σκοτεινά, είδες αυτό που προσδοκούσες και αντέδρασες ανάλογα.
Δεν σου έδινε το δωμάτιο την ίδια αίσθηση που σου έδινε πάντα;
Δεν περπατούσες με προσοχή για να μην σκοντάψεις σε κάποιο αντικείμενο;”
Η Γκουίνεβιρ έγνεψε καταφατικά.
“Ακόμα και στο φως της ημέρας”, είπε ο Αρθούρος, “περπατάμε σύμφωνα με αυτά που προσδοκούμε να δούμε, να ακούσουμε, να αγγίξουμε. Κάθε μας εμπειρία βασίζεται στη διατήρηση της συνέχειας, την οποία θρέφουμε με το να θυμόμαστε τα πάντα όπως ήταν την προηγούμενη μέρα, την προηγούμενη ώρα, το προηγούμενο δευτερόλεπτο.
Ο Μέρλιν μου είχε πει ότι αν μπορούσα να βλέπω χωρίς προσδοκίες, τίποτε από όσα θεωρώ δεδομένα δεν θα ήταν πραγματικό.
Ο κόσμος που βλέπει ο μάγος είναι ο αληθινός κόσμος, μετά το άναμμα του κεριού. Ο δικός μας κόσμος είναι ένας κόσμος σκιών, και προχωράμε ψαχουλεύοντας μέσα στο σκοτάδι”.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Deepak Chopra ” ο Δρόμος του Μάγου” από τις εκδόσεις Η Δυναμική της Επιτυχίας