Τον Ιούλιο του 1843 πεθαίνει στο Παρίσι μια από τις πιο φωτισμένες προσωπικότητες της παγκόσμιας ιατρικής, ο Σαμουήλ Χάνεμαν. Ήταν πια ογδόντα πέντε χρονών, αναγνωρισμένος από όλους, είχε περάσει όμως μια δύσκολη και συχνά μαρτυρική ζωή μέχρι να καθιερώσει ένα νέο είδος αντιμετώπισης των ασθενειών, που ονομάστηκε ομοιοπαθητική.
Ο Χάνεμαν από μικρό παιδί έδειξε μια φοβερή κλίση προς την ιατρική, αν και οι γονείς του ήθελαν να τον κάνουν ζωγράφο πορσελάνης. Τα πανεπιστήμια όπου μπορούσε κανείς να σπουδάσει ιατρική ήταν σπάνια τότε, ενώ το μόνο νοσοκομείο στην Ευρώπη όπου γινόντουσαν πρακτικές εφαρμογές ιατρικής ήταν το νοσοκομείο της Βιέννης.
Άρχισε να μελετά εμπειρικά και ήδη από τα τριάντα του χρόνια θεωρήθηκε επαρκής γιατρός για να ασκεί το επάγγελμα. Ενώ όμως θα μπορούσε να έχει λαμπρή καριέρα, κάτι μέσα του τον ενοχλούσε αφάνταστα, καθώς έβλεπε πώς δούλευαν οι γιατροί της εποχής του.
Διαβάστε επίσης: Τίποτα δεν μας κρατά πίσω, παρά μόνο οι σκέψεις μας
Πρώτα επαναστάτησε ηθικά και στη συνέχεια επιστημονικά. Έγραφε για τους συναδέλφους του: «Έχουν κάνει την ιατρική μια αισχρή επικερδή επιχείρηση, ένα φτηνό εμπόριο συνταγών, ένα ευτελές επάγγελμα, στο οποίο οι τσαρλατάνοι στέκονται πλάι στους αληθινούς μαθητές του Ιπποκράτη».
Όπου βρισκόταν κατάγγελλε τη μανία των γιατρών για καυτηριάσεις, αλοιφές και έμπλαστρα, που προκαλούσαν την εξάπλωση των εξελκώσεων. Απαιτούσε επίσης την απαγόρευση της χορήγησης αρσενικού, που χρησιμοποιείτο ευρέως ως φάρμακο, ενώ στην ουσία σκότωνε όσους το έπαιρναν.
Όλα τούτα τον έκαναν εξαιρετικά αντιπαθή στους ιατρικούς κύκλους, αίσθημα που επεκτάθηκε όταν ο Χάνεμαν μίλησε για πρώτη φορά για το νόμο της ομοιοπαθητικής: «Ίαση μπορεί να γίνει μόνο με ένα φάρμακο που θα μπορεί από μόνο του να προκαλέσει μια νόσο όμοια με αυτή που πρέπει να καταπολεμήσει».
Οι υπόλοιποι γιατροί τον χλεύαζαν, όμως ο Χάνεμαν είχε βρει την ασφαλέστερη μέθοδο για να επιβεβαιώνει τα πειράματά του. Δοκίμαζε τα φάρμακά του στον ίδιο του τον εαυτό. Πήρε μεγάλες ποσότητες ενός φυτού από το Περού που ονομαζόταν κίνα και κόντεψε να πεθάνει από τον πυρετό μέχρι να ανακαλύψει ένα αντιπυρετικό. Συνέχισε τα πειράματα με ιπεκουάνα, με μπελαντόνα και με υδράργυρο. Κάθε φορά έφθειρε το κορμί του, μέχρι να κάνει ένα βήμα στη νέα ομοιοπαθητική ιατρική.
Το εκρηκτικό αυτό κοκτέιλ του Χάνεμαν ξεσήκωσε τους οπαδούς της παραδοσιακής ιατρικής, που έβλεπαν τα συμφέροντά τους να θίγονται. Τον συκοφαντούν, τον λένε απατεώνα, τον καταγγέλουν στις Αρχές, φοβίζουν συστηματικά τον κόσμο που πάει να τον επισκεφθεί. Γίνεται απόβλητος.
Τα επόμενα σαράντα χρόνια τα περνάει περιπλανώμενος από πόλη σε πόλη μαζί με τη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά τους, φτωχός, σχεδόν ξυπόλυτος, μένοντας σε υπόγεια δωμάτια και αναζητώντας μάταια πελάτες. Βρίσκει προσωρινά δουλειά σε ένα άσυλο φρενοβλαβών στον πύργο Γκεόργκενταλ, αλλά τον διώχνουν διότι εφαρμόζει εξωφρενικές – όπως λένε – μεθόδους. Η πρώτη ήταν ότι απαγόρευσε το ξύλο στους ψυχικά αρρώστους και στους παρανοϊκούς, που, μαζί με το αλυσόδεμα, ήταν οι μοναδικές ουσιαστικά θεραπείες.
Παρά τη φτώχεια όμως, τις ταλαιπωρίες και την περιπλάνηση σε όλη την Ευρώπη, συνεχίζει να δοκιμάζει μόνος του τα φάρμακά του. Παράλληλα, τον χτυπούν αλλεπάλληλες προσωπικές τραγωδίες.
Πεθαίνει η γυναίκα του από βρογχίτιδα, μετά η πρώτη του κόρη. Λίγο αργότερα δολοφονούνται για διαφορετικούς λόγους και δύο ακόμα κόρες του.
Ο Χάνεμαν καταρρέει.
Τότε όμως, και σε σχετικά μεγάλη ηλικία, αρχίζει να ανακαλύπτει ότι ο αγώνας του αποδίδει καρπούς. Παρά τις συνεχείς καταγγελίες των παραδοσιακών γιατρών, αρχίζει να δημιουργείται ένας πυρήνας οπαδών της ομοιοπαθητικής.
Μεγάλο βήμα για την αναγνώρισή του αποτέλεσε η ανακάλυψη του εμβολιασμού στην Καλιφόρνια, από τον Έντουαρντ Τζέννερ. Η ιδέα του εμβολιασμού στηριζόταν στην ομοιοπαθητική. Αντί να χρησιμοποιούμε φάρμακα αντίθετα στην αρρώστια, χρησιμοποιούμε τα ίδια μικρόβια της αρρώστιας σε μικρές ποσότητες, ώστε ο οργανισμός να δημιουργήσει δικά του αντισώματα.
Ο Χάνεμαν πέθανε στο Παρίσι, αναγνωρισμένος πια κι έχοντας κατοχυρώσει την ομοιοπαθητική ως κλάδο της ιατρικής. Δεν έγινε ποτέ πλούσιος, ούτε πολύ διάσημος, κατάφερε όμως να δει ότι το έργο του δεν πήγε χαμένο. Πέθανε από ένα συνάχι. Τα φάρμακα ομοιoπαθητικής που είχε πάρει δε μπόρεσαν να αποτρέψουν το πνευμονικό οίδημα.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Καμπουράκη «Μια Σταγόνα Ιστορία 2ο Μέρος» από τις εκδόσεις Πατάκη