Στις 9 Νοεμβρίου 1866, μετά από τριήμερη πολιορκία, το μεγάλο κανόνι που είχαν μεταφέρει οι Τούρκοι από το Ρέθυμνο καταφέρνει να ρίξει με τις μπάλες του τη μεγάλη πύλη της ιεράς μονής του Αρκαδίου, την οποία υπερασπίζονται τριακόσιοι Κρήτες μαχητές, και οι Τούρκοι μπαίνουν μέσα στην περίβολο αλαλάζοντας.
Ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης ανατινάζει την πυριταδαποθήκη, δίνοντας ένδοξο θάνατο στους μαχητές και στα εφτακόσια γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει στη μονή και καταπλακώνοντας όσους Τούρκους είχαν εισχωρήσει στο κτίσμα.
Η λάμψη του Αρκαδίου φώτισε όλη την Ευρώπη και ταρακούνησε συνειδήσεις, όχι τόσο των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, που συνέχιζαν να χαϊδεύουν το ντοβλέτι, αλλά κυρίως των απλών ανθρώπων και των διανοουμένων.
Ο Βίκτορ Ουγκό, ο μεγάλος συγγραφέας, αν και θα μπορούσε να μείνει στις δάφνες και στις δόξες του, βλέπει τη λάμψη του Αρκαδίου, παίρνει την πένα του και την κάνει όπλο στην υπηρεσία της ελευθερίας του μαρτυρικού νησιού.
Διαβάστε επίσης: Η εντυπωσιακή ιστορία της Ασπιρίνης
Οι δύο επιστολές που έστειλε, τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο του 1867, προς τους Κρητικούς και δημοσιεύτηκαν σε όλες τις εφημερίδες της εν υπνώσει ευρισκομένης Ευρώπης άξιζαν όσο χιλιάδες ντουφέκια στα βουνά της Κρήτης. Χτύπησαν καίρια την προπαγάνδα του σουλτάνου στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και ενέπνευσαν ένα μεγάλο κύμα υποστηριχτών του αγώνα.
Γράφει ο Βίκτορ Ουγκό: «Η έκρηξις βοηθεί τους ηττημένους, η αγωνία μετατρέπεται εις θρίαμβον, η δε ηρωική μονή, η δίκην φρουρίου αγωνισαμένη, αποθνήσκει ως ηφαίστειον. Τι δε πράττουσιν αι κυβερνήσεις, αι λεγόμεναι πεπολιτισμέναι; Προσψιθυρίζουσιν αλλήλαις εις το ους, υπομονή, διαπραγματευόμεθα. Διαπραγματεύεσθε; Αλλ’ εν τω μεταξύ εκριζούνται οι ελαιώνες και οι καστανεώνες, καταδαφίζονται τα ελαιοτριβεία, πυρπολούνται αι κώμαι, καίονται αι συγκομιδαί, αποστέλλονται φυλαί ολόκληροι να αποθάνωσιν υπό της πείνης και του ψύχους εις το όρος, βιάζονται αι γυναίκαι, καρατομούνται οι άνδρες, κρέμωνται οι γέροντες.
Βασιλείς! Μία μόνο λέξη σας θα έσωζε τον λαόν τούτον. Είπατε αυτήν!
Όμως σιωπώσι και απαιτούσιν όπως πάντες σιγήσωσιν. Απαγορεύουσι το περί Κρήτης λαλείν. Εξ ή επτά μεγάλαι δυνάμεις συνώμοσαν εναντίον μικρού λαού. Η συνωμοσία της σιωπής, η πλέον άναδρος απασών. Αλλά η βροντή έρχεται υψόθεν, εν δε τη πολιτική γλώσση, η βροντή καλείται επανάστασις».
Αυτά έλεγε ο Βίκτορ Ουγκό, ο Θεός να αγιάσει τα κόκαλά του, αφού τον συνοδεύει η αιώνια ευγνωμοσύνη όλων των Κρητικών, όμως ο μεγάλος συγγραφέας είχε δίκιο.
Παρά τις εκατόμβες των νεκρών, παρά το αίμα που έρεε συνέχεια, από τις 9 Νοεμβρίου του ’66, που κάηκε το Αρκάδι, ως την 1η Δεκεμβρίου του 1913, που η ελληνική σημαία υψώθηκε στο φρούριο του Φίρκα Χανίων, χρειάστηκε να περάσουν σαράντα εφτά χρόνια και είκοσι μία ημέρες.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Καμπουράκη «Μια Σταγόνα Ιστορίας» από τις εκδόσεις Πατάκη
Photo: Courtesy of Archives Photographiques, Paris