Διάκριση. Λέξη βαριά και δύσκολη – αν μπορεί να υπάρχει τέτοια λέξη -, που παραπέμπει στην περιφρόνηση, τον ρατσισμό και την περιθωριοποίηση των άλλων.
Ασφαλώς, αυτή δεν είναι η μόνη σημασία που έχει η λέξη, και δεν είναι αυτή η σημασία με την οποία τη χρησιμοποιώ εδώ.
Μιλάω για τη διάκριση όσον αφορά στη συνείδηση της διαφορετικότητας. Που σημαίνει, την ικανότητα να διακρίνω, ή αν ακούγεται λιγότερο προσβλητικό, να ξεχωρίζω τον εαυτό μου από τους άλλους που δεν είναι εγώ.
Να ξέρω πως υπάρχει διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό που αποκαλώ εγώ και το μη-εγώ.
Ότι είσαι αυτός που είσαι, και εγώ είμαι αυτός που είμαι.
Ότι μοιάζουμε, αλλά δεν είμαστε το ίδιο.
Δεν είμαι το ίδιο μ’ εσένα, εγώ είμαι άλλο.
Δεν είμαι πανομοιότυπος μ’ εσένα κι εσύ δεν είσαι πανομοιότυπος μ’ εμένα.
Είμαστε διαφορετικοί. Μερικές φορές, πολύ διαφορετικοί.
Αυτό ονομάζω συνείδηση διαφορετικότητας ή ικανότητας αυτοδιάκρισης.
Και πρέπει να ξεκινήσω απ’ αυτό το σημείο, γιατί έτσι άρχισε η ιστορία μας.
Γεννηθήκαμε πιστεύοντας ότι το σύμπαν αποτελεί μέρος του εαυτού μας, σε μια απόλυτα συμβιωτική σχέση, χωρίς να έχουμε την παραμικρή ιδέα των ορίων μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού.
Στη διάρκεια αυτής της “συγχώνευσης” – όπως τη λέει ο Γουίνικοτ -, ότι “η έμφυτη ικανότητα ανάπτυξης και ωρίμανσης” με την οποία γεννιόμαστε, θα μας φέρει αντιμέτωπους με έναν βαθύ πόνο, τον πρώτο ίσως πόνο της ζωής μας: τη συνειδητοποίηση, στην πρώιμη ηλικία των επτά ή οκτώ μηνών, ότι η συγχώνευση εκείνη δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση. Η μαμά δεν παρουσιαζόταν απλώς και μόνο γιατί την ήθελα, το στήθος που ζητούσα δεν εμφανιζόταν μόλις το σκεφτόμουν, η τροφή δεν ήταν πάντα διαθέσιμη.
Αναγκαστήκαμε να δεχτούμε ως δεδομένο, ενάντια στη ναρκισσιστική μας επιθυμία, ότι ανάμεσα σ’ εμάς και τα πάντα γύρω μας υπήρχε μια απόσταση, ένα φράγμα, ένα όριο, υλοποιημένο σ΄αυτό που μάθαμε μετά να ονομάζουμε το δέρμα μας.
Μάθαμε, χωρίς να το θέλουμε, τη διαφορά ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
Μάθαμε να διακρίνουμε ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα.
Μάθαμε να ελπίζουμε, και, βέβαια, να αντέχουμε τη ματαίωση.
Περάσαμε από την αδιαχώριστη και απατηλά παντοδύναμη σχέση στον αυτοδιαχωρισμό και τη διαδικασία εξατομίκευσης.
Όταν είμαι σε θέση να με ξεχωρίζω, αρχίζω σταδιακά να κατασκευάζω αυτό που οι ειδικοί λένε ταυτότητα, εαυτό, εγώ.
Μαθαίνω να μη με συγχέω με τον άλλον, να μη νομίζω πως ο άλλος νιώθει ή πρέπει να νιώθει αναγκαστικά το ίδιο μ’ εμένα. Οι άλλοι δεν σκέφτονται, ούτε είναι υποχρεωμένοι να σκέφτονται όπως εγώ.
Ο άλλος δεν υπάρχει στον κόσμο για να ικανοποιεί τις επιθυμίες μου, ούτε για να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μου.
Διαχωρισμένος, επιβεβαιώνω οριστικά πως εγώ είμαι εγώ κι εσύ είσαι εσύ.
Τότε μπορώ να προχωρήσω σ΄αυτόν τον δρόμο και να πάρω ην κατεύθυνση της αυτογνωσίας.
Και λέω να πάρω την κατεύθυνση, όχι να κατακτήσω. Γιατί, το να ξέρω πως εσύ δεν είσαι εγώ κι εγώ δεν είμαι εσύ δεν αρκεί για να ξέρω ποιος είμαι.
Η αυτοδιάκριση είναι απαραίτητη, αλλά δεν φτάνει.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι “Ο δρόμος της αυτοεξάρτησης” από τις εκδόσεις Opera