Τα 7 Εμπόδια της Αποτελεσματικής Επικοινωνίας

talking

Πολλές φορές αναρωτιόμαστε τους λόγους που μία συζήτηση μπορεί να καταστραφεί ξαφνικά.

Τις περισσότερες φορές ξεκινάμε μία συζήτηση με τις καλύτερες προθέσεις, όμως κάποιες φορές, οδηγούμαστε σε σύγκρουση ή σε διαφωνία με τον συνομιλητή μας. Στόχος μας, είναι να μεταδώσουμε ένα μήνυμα, μία γνώση, μία ιδέα ή ένα συναίσθημα.

Υπάρχουν κάποιες συμπεριφορές όμως, που εμποδίζουν την αποτελεσματική επικοινωνία και δεν μας επιτρέπουν να ολοκληρώσουμε τον στόχο μας.

1. Το πρώτο και συχνότερο εμπόδιο, είναι ο σαρκασμός. Αρκετές φορές συγχέουμε τον σαρκασμό με το χιούμορ ή το πνεύμα αλλά δεν έχουν σχέση το ένα με το άλλο. Όταν σαρκαζόμαστε ένα άλλο άτομο, βαθύτερος μας στόχος είναι να τον πληγώσουμε ή να τον κάνουμε να αισθανθεί άσχημα. Ο σαρκασμός ισούται με συγκαλυμμένο θυμό και επιθετικότητα. Μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε πότε κάποιος μας σαρκάζεται και να διαχωρίσουμε τον σαρκασμό από το χιούμορ, με το να αναγνωρίσουμε το συναίσθημα που έχουμε εκείνη τη στιγμή, το οποίο είναι σίγουρα δυσάρεστο. Αν κάποιος έκανε χιούμορ, κατά πάσα πιθανότητα θα γελούσαμε.

2. Σχεδόν πάντα εκνευριζόμαστε με ένα άτομο το οποίο δεν εκφράζει τις επιθυμίες του, δεν λέει άμεσα στον άλλο, τι θέλει ή τι αισθάνεται. Αυτό ονομάζεται σκιώδης ομιλία. Η σκιώδης ομιλία αποτελεί ίσως τον πιο καταστρεπτικό λόγο, που μία συζήτηση μπορεί να τερματιστεί αυτόματα ή να οδηγήσει σε σύγκρουση. Αποφεύγοντας να εκφράσουμε αυτό που πραγματικά θέλουμε ή αρνούμενοι να κάνουμε κάτι, μπορεί να εκνευρίσουμε τον συνομιλητή μας και να τον κάνουμε να μην θέλει να συζητήσει μαζί μας. Ωστόσο, αν βρεθούμε στην απέναντι πλευρά, θα διαπιστώσουμε ότι φτάνουμε και εμείς οι ίδιοι στα άκρα, όταν το άτομο με το οποίο μιλάμε δεν μας λέει τι θέλει ή τι σκέφτεται. Συνήθως, ο φόβος που κρύβεται πίσω από την συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι η απόρριψη. Φοβόμαστε να είμαστε άμεσοι και ειλικρινείς, σε περίπτωση που το άτομο που έχουμε απέναντί μας, μας απορρίψει.

3. Συνεχίζοντας, οι υπέρ-γενικεύσεις αποτελούν ανακριβείς δηλώσεις που κάνουν το άλλο άτομο να αισθάνεται άβολα ή αμυντικά. Η χρήση τους μπορεί να διαταράξει την επικοινωνία και συχνά οδηγούν με τη σειρά τους σε σύγκρουση. Παραδείγματα υπέρ-γενικεύσεων, μπορούμε να διακρίνουμε σε προτάσεις οι οποίες συνήθως ξεκινάνε με το πάντα ή το ποτέ.

4. Το τέταρτο εμπόδιο της αποτελεσματικής επικοινωνίας είναι οι ανακριβείς υποθέσεις. Οι περισσότερες παρεξηγήσεις θα μπορούσαν να αποφευχθούν αν δεν κάναμε ανακριβείς υποθέσεις. Για παράδειγμα, ο Νίκος αγαπάει τις εκδρομές οπότε υποθέτει ότι και η σύντροφος του, η Αναστασία, θα αγαπάει και εκείνη τις εκδρομές. Όταν όμως η Αναστασία δεν συμμερίζεται τον ενθουσιασμό του για εκδρομές, τότε ο Νίκος απογοητεύεται και στενοχωριέται, διότι έχει υποθέσει λανθασμένα ότι η γυναίκα του αγαπάει, και εκείνη, τις εκδρομές.

5. Όταν ζευγάρια τα οποία προέρχονται από διαφορετικές κουλτούρες, είτε αυτές είναι φυλετικές, είτε κοινωνικοοικονομικές, είτε εθνικές ή θρησκευτικές, αντιμετωπίζουν κάποια αναμενόμενα εμπόδια στην επικοινωνία, τότε λέμε ότι αντιμετωπίζουν πολιτισμικές διαφορές. Αυτό συμβαίνει διότι, το κάθε μέλος «κουβαλάει» μαζί του τις δικές του πεποιθήσεις, αξίες, συμπεριφορές, έθιμα και τρόπο ζωής. Οι μεγάλες πολιτισμικές διαφορές μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα διαφορετικά πλαίσια αναφοράς που μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα και δυσκολίες στην επικοινωνία. Ενδέχεται, οι πιθανότητες να χωρίσει ένα ζευγάρι να αυξάνονται όταν έχουν διαφορετικά πλαίσια αναφοράς, σε σύγκριση με τα ζευγάρια που έχουν σχετικά όμοια πολιτισμικά πλαίσια.

6. Το προτελευταίο εμπόδιο στην λίστα, είναι τα παιχνίδια του μυαλού. Όταν κατά την διάρκεια της επικοινωνίας, το ένα άτομο χειρίζεται το άλλο, κάνει παιχνίδια με το μυαλό του άλλου, υπάρχει ανειλικρίνεια και απάτη.

7. Τέλος, οφείλουμε να αναφέρουμε τα διπλά μηνύματα. Για παράδειγμα, όταν ένας σύντροφος προτείνει στον άλλον να πάνε μια εκδρομή, ο άλλος απαντάει «Ναι τι φοβερή ιδέα, φυσικά και να πάμε!» ενώ η έκφραση του προσώπου του δηλώνει βαρεμάρα και δισταγμό. Σε αυτή την περίπτωση, στέλνει δύο αντιφατικά μηνύματα καθώς οι λέξεις λένε «Ναι» αλλά η γλώσσα του σώματος «Όχι». Η αντιφατική αυτή επικοινωνία, μπερδεύει τον συνομιλητή και απαιτεί επιπλέον προσπάθεια για να γίνει κατανοητό το περιεχόμενο της επικοινωνίας.

της Δέσποινας Γαζή

Πηγή: Psychologynow.gr

Ενδιαφέροντα σεμινάρια και μαθήματα