Όλη του τη ζωή ο Βούδας συνοδευόταν από έναν ακόλουθο μοναχό ο οποίος τον φρόντιζε. Για πολλά χρόνια οι μοναχοί εναλλάσσονταν, με τον καιρό όμως γινόταν όλο και πιο δύσκολο να βρεθεί ο κατάλληλος αντικαταστάτης.
Μια μέρα ο Βούδας κάλεσε όλους τους μοναχούς και τους ανακοίνωσε ότι είχε έρθει η ώρα να διαλέξει έναν μόνιμο ακόλουθο.
«Επειδή μεγαλώνω θέλω να βρω κάποιον που θα υπακούει στην κάθε μου επιθυμία, κάποιον που θα με καταλαβαίνει πραγματικά και που οι πράξεις του θα ωφελούν τον κόσμο», τους είπε.
Όπως ήταν φυσικό, όλοι οι μοναχοί προσφέρθηκαν. Καθώς ο Βούδας άκουγε κάθε μοναχό ξεχωριστά παρατήρησε ότι ο εξάδελφός του Ανάντα καθόταν αμίλητος στο πίσω μέρος της αίθουσας.
Ο Ανάντα είχε ασπαστεί το μοναχισμό όταν ήταν νέος.
Σαν μαθητής ήταν επιμελής και πρόθυμος να μάθει και ακολουθούσε το ορθό μονοπάτι. Τον χαρακτήριζε επίσης μια βαθιά ευγενική φύση. Όλοι τον συμπαθούσαν και τον θαύμαζαν.
«Γιατί εσύ δεν προσφέρεις τις υπηρεσίες σου;» τον ρώτησε ο Βούδας.
«Επειδή εσύ γνωρίζεις ποιος είναι ο πιο κατάλληλος. Εσύ, και κανένας άλλος, είσαι αυτός που θα κάνει την τελική επιλογή», απάντησε ο νέος.
Τότε ο Βούδας χαμογελώντας του απάντησε: «Επιλέγω λοιπόν εσένα».
Ο Ανάντα συμφώνησε να γίνει προσωπικός ακόλουθος του Βούδα κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Πρώτον, ο Βούδας δεν θα του παρείχε ποτέ ιδιαίτερα προνόμια, όπως φαγητό, ρούχα ή ξεχωριστό χώρο διαμονής. Και ποτέ ο ίδιος δεν θα συνόδευε τον Βούδα όταν τον προσκαλούσαν σε σπίτια. «Δεν θέλω ο κόσμος να σκεφτεί ότι σε υπηρετώ από ιδιοτέλεια», εξήγησε.
Είχε και άλλους όρους που ο Βούδας τους δέχτηκε όλους. Και έτσι ξεκίνησε η κοινή τους πορεία που θα διαρκούσε 25 χρόνια, μέχρι που ο Βούδας κατέκτησε τη Νιρβάνα.
Ο Ανάντα είχε ανέκαθεν προτίμηση στη μοναστική ζωή και σε όλο το διάστημα που παρέμεινε δίπλα στον Βούδα φάνηκε πόσο ανιδιοτελής ήταν.
Εργαζόταν με προσήλωση ώστε ο Βούδας να μπορεί να συγκεντρώνεται στις διδασκαλίες του. Έπλενε και μπάλωνε τα ρούχα του, καθάριζε το σπίτι και όταν ο Βούδας διαλογιζόταν τον δρόσιζε με μια βεντάλια.
Κοιμόταν κοντά του για να είναι πάντα σε ετοιμότητα. Τον συνόδευε όταν επισκεπτόταν άλλα μοναστήρια για να διδάξει, και όταν ο Βούδας κουραζόταν φρόντιζε να μην τον ενοχλεί κανείς. Εκτός από έμπιστος του Βούδα, ήταν και υπηρέτης του, γραμματέας και φύλακας, φίλος και μαθητής του.
Μια μέρα ο Βούδας έστειλε τον Ανάντα σε ένα χωριό με μια ειδική αποστολή.
Ο Ανάντα διέσχισε το χωριό ώσπου έφτασε σε ένα πηγάδι. Εκεί είδε μια νεαρή κοπέλα που τα χέρια, τα πόδια και το πρόσωπό της ήταν βρώμικα.
«Θα μου δώσεις, σε παρακαλώ, λίγο νερό να πιώ;» τη ρώτησε. Αυτή ακριβώς ήταν η αποστολή που του είχε αναθέσει ο Βούδας.
Η κοπέλα κοκκίνισε και χαμήλωσε το βλέμμα. «Κύριε, είμαι ανάξια να κάνω κάτι τέτοιο. Ανήκω στην κατώτατη κάστα και δεν μου επιτρέπεται να προσφέρω νερό σε μοναχό. Μπορεί να σας μολύνω».
Διαβάστε επίσης: Πως να υπερνικάμε τους φόβους μας (το παράδειγμα του Βούδα)
«Δεν σου ζήτησα να μου πεις για την κάστα σου. Λίγο νερό θέλω μόνο». Απάντησε ο Ανάντα.
Χωρίς να διστάσει, η νέα τράβηξε τον κουβά της από το πηγάδι και γέμισε ένα κύπελλο με νερό. Δίνοντάς του χαμογέλασε πανευτυχής. Ο Ανάντα ήπιε το νερό, ευχαρίστησε την κοπέλα και έφυγε.
Λίγο μετά η κοπέλα, επιθυμώντας να μάθει ποιος ήταν αυτός ο άντρας, ρώτησε έναν ιερέα: « Θέλω κι εγώ να ζήσω στον ίδιο τόπο με εκείνο τον άντρα. Επιθυμώ να τον υπηρετήσω για πάντα επειδή τον αγαπώ. Πώς θα τον βρω;»
Ο ιερέας χαμογέλασε. Κατάλαβε την αφοσίωση που ένιωθε η κοπέλα για τον άντρα με τη βαθιά συμπονετική φύση.
«Δεν ερωτεύτηκες τον Ανάντα», απάντησε εκείνος, «αλλά τον ευγενικό του χαρακτήρα. Και είναι πραγματικά υπέροχο όταν ένας άρχοντας συμπεριφέρεται με ευγένεια προς έναν σκλάβο, όπως έκανε ο Ανάντα με σένα. Ακόμα πιο υπέροχο είναι όταν ο σκλάβος παραβλέπει τις αδυναμίες του και αντιθέτως τιμά την καλοσύνη».
Ο Ανάντα, που όλη αυτή την ώρα κρυφάκουγε, κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας. «Έτσι είναι», είπε, και η κοπέλα ξαφνιάστηκε όταν τον είδε να τους παρακολουθεί. «Είσαι πολύ σημαντική», συνέχισε ο Ανάντα απευθυνόμενος σε αυτήν, «επειδή κατανοείς ότι είναι πιο συνετό να μη μισείς αυτούς που σε καταπιέζουν. Μπορεί να νιώθεις ανίσχυρη μπροστά τους, αλλά αντί να νιώθεις μίσος, θλίβεσαι με την άγνοιά τους. Γνωρίζεις ότι είναι να τους λυπάται κανείς για την αδυναμία τους να συμπεριφέρονται με ευγένεια».
«Μα κύριε», είπε η κοπέλα, «δεν υπάρχει κανένας λόγος να συμπεριφέρεται κανείς με σκληρότητα. Είμαι ευγνώμων για όλα τα καλά που μας προσφέρει αυτός ο κόσμος».
Τόσο ο Ανάντα όσο και ο ιερέας συμφώνησαν. Η κοπέλα ήταν πραγματικά ευλογημένη, σωστό παράδειγμα για όλους τους ευγενείς αυτού του κόσμου.
«Μπορεί να ανήκεις σε χαμηλή κάστα», συνέχισε ο Ανάντα, «όσοι όμως ανήκουν σε ανώτερες τάξεις έχουν πολλά να μάθουν από σένα. Γι’ αυτό, από εδώ και μπρος, η εσωτερική σου λάμψη θα ξεπερνά την αίγλη των αρχόντων».
Και πράγματι, έτσι έγινε. Ο Βούδας τίμησε τη νεαρή γυναίκα με την αγάπη και την καλοσύνη του και από εκείνη τη μέρα όποιος αντίκριζε τo πρόσωπό της έβλεπε σε αυτό όχι μια φτωχή σκλάβα ή ένα ανίσχυρο παιδί, αλλά μια γυναίκα με χάρη και δύναμη.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Σοφές Ιστορίες Αγάπης» από τις εκδόσεις Αρχέτυπο