Ποιες είναι οι “φράσεις καταδίκης” και γιατί πρέπει να τις αποφεύγουμε

Η επιθυμία για αποδοχή από τους γονείς και όλους τους άλλους γύρω μας, είναι έμφυτη σε όλους.
Τα παιδιά από φυσικού τους θέλουν να ευχαριστήσουν τους γονείς τους και κυριολεκτικά κάθε γονιός, έστω και περιστασιακά, χρησιμοποιεί αυτή την επιθυμία προκειμένου να ελέγξει τη συμπεριφορά του παιδιού του.

Ως ένα βαθμό, αυτό είναι φυσικό και παραγωγικό, τόσο γιατί κρατά ασφαλές το παιδί και μακριά από κινδύνους όσο και γιατί το βοηθά να μάθει, να κάνει χρήσιμους διαχωρισμούς στη ζωή του.

Σε κάποιες οικογένειες, ωστόσο, το παρακάνουν σε αυτό το πεδίο και ξεπερνώντας το όριο της διδαχής, περνούν στο επίπεδο της καταδίκης.

Για παράδειγμα, υπάρχει σαφής διαφορά ανάμεσα στην αμηχανία και την ντροπή.

Η αμηχανία αφορά μια συγκεκριμένη πράξη μας, η οποία τράβηξε επάνω μας ανεπιθύμητη προσοχή.
Η ντροπή, από την άλλη, είναι η ανεπιθύμητη προσοχή που τράβηξε επάνω μας αυτό που είμαστε ως άτομα, όχι απλώς κάτι που κάναμε.

Το παιδί χύνει ένα ποτήρι γάλα στο τραπέζι και εμείς λέμε: “Μα τι θα γίνει επιτέλους μαζί σου; Πόσες φορές πρέπει να σου πω να προσέχεις;”
Φυσικά, αυτές είναι ερωτήσεις που δεν έχουν απαντήσεις, αφήνοντας τελικά το παιδί δίχως τρόπο να ανταποκριθεί· εκτός φυσικά αν του μάθουμε εμείς έναν τρόπο.

Χρησιμοποιώντας το ίδιο σενάριο, φανταστείτε τώρα το γονιό που έχει ξεστομίσει την ίδια παρατήρηση, να λέει: “Καλά, πήγαινε τώρα να φέρεις μερικές χαρτοπετσέτες από την κουζίνα, καθάρισέ το και όλα θα είναι εντάξει”.

Η παρατήρηση εξακολουθεί να πονά, όμως τώρα προκαλεί περισσότερο αμηχανία παρά αληθινή ντροπή· τώρα το παιδί έχει τη δυνατότητα να εξιλεωθεί και να διορθώσει το λάθος του μέσα από μια θετική πράξη.

Με άλλα λόγια, έτσι του δίνεται η δυνατότητα να διαχωρίσει τη μικροζημιά που έκανε από τον εαυτό του: να καταλάβει, δηλαδή, πως μπορεί να έκανε κάτι λάθος, όμως αυτό δεν σημαίνει πως είναι το ίδιο ένα λάθος.

Τα μικρά παιδιά είναι ιδιαίτερα επιρρεπή στο να καταλήγουν σε τέτοιου είδους αυτοκαταδικαστικά συμπεράσματα.
Ένας τρόπος για να βεβαιωθούμε ως γονείς πως δεν θα συμβάλουμε σε τέτοιου είδους ιδέες των παιδιών μας είναι να προσέχουμε ώστε να μην απευθύνουμε κατηγορίες που περιέχουν μεγάλες γενικεύσεις.

Προτάσεις που αρχίζουν με το “Γιατί πάντα…” ‘η “Κάθε φορά που…” ή “Γιατί ποτέ δεν…” δημιουργούν γενικόλογες φράσεις καταδίκης, απέναντι στις οποίες είναι σχεδόν αδύνατον να αμυνθεί κανείς.

Αυτή την άσχημη δύναμη της καταδίκης δεν τη διαθέτουν μόνο οι γονείς. Σε οποιαδήποτε σχέση όπου το ένα άτομο εμπιστεύεται ή ενδιαφέρεται για τη γνώμη του άλλου, μπορεί να πυροδοτηθεί τέτοιου είδους δυναμική. Αυτές τις ίδιες σαρωτικές φράσεις μπορεί εξίσου εύκολα να τις απευθύνει ο δάσκαλος προς το μαθητή, το μεγαλύτερο από τα αδέλφια προς το μικρότερο ή ο ένας σύζυγος προς τον άλλο.

Η ενοχή έχει ανάγκη την τιμωρία και όσοι έχουν αυτή την αυτοπεριοριστική ιδέα, έχουν την τάση – ασυνείδητα συνήθως – να κάνουν πράγματα που δεν τους ωφελούν ή έρχονται σε αντίθεση με τους στόχους που έχουν θέσει και με τις ιδέες που υιοθετούν συνειδητά. Με άλλα λόγια, γίνονται σαμποτέρ του ίδιου τους του εαυτού.

Απόσπασμα από το βιβλίο των Peter Lambrou, George Pratt & John David Mann “Ας μιλήσουμε για σένα” από τις εκδόσεις Διόπτρα

Ενδιαφέροντα σεμινάρια και μαθήματα