Γιατί ελπίζουμε; – Η ψυχολογία και φιλοσοφία της ελπίδας

Γιατί ελπίζουμε; - Η ψυχολογία και φιλοσοφία της ελπίδας

«Ελπίδα είναι το όνειρο ενός ξύπνιου ανθρώπου» – Αριστοτέλης

Η ελπίδα μπορεί να οριστεί ως η επιθυμία για κάτι σε συνδυασμό με την προσδοκία του να συμβεί. Για να ελπίζουμε για κάτι, χρειάζεται να υπάρχει και το στοιχείο της επιθυμίας, αν βέβαια οι πιθανότητες να συμβεί αυτό είναι μηδαμινές, ακόμα κι αν το επιθυμούμε, ονομάζεται φαντασίωση ή θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι και ευχή (ειδικά αν την κάνει κάποιος άλλος). Το όριο ανάμεσα στην ελπίδα και στην ευχή είναι αμφισβητήσιμο, δυσδιάκριτο και περισσότερο ζήτημα έμφασης.

Στον «Πρωταγόρα» του Πλάτωνα, ο Σωκράτης λέει ότι ο Περικλής προσέφερε στους γιους του εξαιρετική μόρφωση σε όσα μπορούν να διδαχθούν από δασκάλους, αλλά όσον αφορά σε θέματα αρετής, τους άφησε «να περιπλανιούνται με δική τους βούληση με μια δόση ελπίδας…». Η χρήση της «ελπίδας» υποδεικνύει ότι αποτελεί κάτι που εν μέρει ή κατά ένα μεγάλο μέρος βρίσκεται εκτός του προσωπικού μας ελέγχου.

Αν και η ελπίδα περιλαμβάνει μια εκτίμηση των πιθανοτήτων, αυτή η λογική, υπολογιστική έκφανσή της είναι συχνά ασαφής, έργο κυρίως ασυνείδητο. Όταν ελπίζουμε, δεν ξέρουμε ποιες είναι οι πιθανότητες, αλλά και πάλι επιλέγουμε να συνεχίζουμε να ελπίζουμε. Αυτός ο συνδυασμός άγνοιας και «ανυπακοής» είναι κατά κύριο λόγο έμφυτος στον άνθρωπο.

Ένα αντίθετο της ελπίδας είναι ο φόβος, η επιθυμία κάτι να μη συμβεί συνδυασμένη με την προσδοκία πράγματι να μη συμβεί. Όπου υπάρχει ελπίδα, υπάρχει και το αντίθετό της, ο φόβος· και το αντίστροφο. Άλλα αντίθετα της ελπίδας είναι η απόγνωση και η απελπισία.

Με κάθε ελπίδα, η επιθυμία μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ισχυρή, το ίδιο μπορεί να ισχύει και για την προσδοκία. Για παράδειγμα, είναι πιθανό να επιθυμούμε κάτι πολύ και να περιμένουμε ότι πράγματι έχει πολλές πιθανότητες να συμβεί. Με άλλα λόγια, η επιθυμία συσχετίζεται κατά κάποιο τρόπο με την προσδοκία. Αυτά τα ίδια μοτίβα και οι αρχές ισχύουν και για το φόβο.

Θα μπορούσαμε επίσης να συγκρίνουμε την ελπίδα με την αισιοδοξία και την πίστη. Η αισιοδοξία είναι μια γενική στάση που δηλώνει ότι όλα θα εξελιχθούν τελικώς καλά. Αντιθέτως, η ελπίδα είναι πιο συγκεκριμένη (ακόμα κι ένας πεσιμιστής μπορεί να ελπίζει πού και πού) και επίσης έχει ένα λιγότερο παθητικό χαρακτήρα.

Ο Θωμάς ο Ακινάτης, φιλόσοφος και θεολόγος του 13ου αιώνα είχε πει πως η πίστη έχει να κάνει με πράγματα που δεν μπορούμε να δούμε, ενώ η ελπίδα έχει να κάνει με πράγματα που δεν μας είναι διαθέσιμα.

Η έννοια της ελπίδας εμφανίζεται έντονα στο μύθο και στη θρησκεία. Στις ιστορίες του Αισώπου, συμβολίζεται από το χελιδόνι που βρίσκεται ανάμεσα στα πρώτα πουλιά που εμφανίζονται στο τέλος του χειμώνα. Το διάσημο ρητό «ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη» προέρχεται από το παραμύθι «Ο σπάταλος νέος και το χελιδόνι».

Στην ελληνική μυθολογία, ο Προμηθέας κλέβει τη φωτιά και την προσφέρει στην ανθρωπότητα. Για να τιμωρήσει τους ανθρώπους, ο Δίας ανέθεσε στον Ήφαιστο να φτιάξει μια γυναίκα από πηλό με ανθρώπινη φωνή, «ένα όμορφο κακό», από χώμα και νερό και διέταξε κάθε θεό να της χαρίσει ένα «ελκυστικό δώρο». Ύστερα, έδωσε στην Πανδώρα ένα κουτί (δώρο για το γάμο της με τον Επιμηθέα). Την είχε προειδοποιήσει να μην ανοίξει το κουτί σε καμία περίπτωση, αλλά η έμφυτη περιέργειά της την οδήγησε να σηκώσει το καπάκι και να απελευθερώσει κάθε κακό που υπάρχει στη γη. Η Πανδώρα βιάστηκε να ξανακλείσει το κουτί, αλλά το περιεχόμενό του είχε ήδη αποδράσει – όλο εκτός ενός, της ελπίδας.

Εκτός από τον προφανή μισογυνισμό που κρύβει, ο μύθος της Πανδώρας έχει δύσκολη ερμηνεία. Σημαίνει ότι παρά τα κακά της ανθρωπότητας, η ελπίδα είναι εδώ για να κάνει τα βάσανά της πιο υποφερτά; Ή αντιθέτως σημαίνει ότι η ελπίδα μας απαρνείται, κάνοντας τις ζωές ακόμα πιο δυστυχισμένες;

Μια τρίτη πιθανότητα είναι ότι η ελπίδα ήταν απλά ένα ακόμα κακό στο κουτί, είτε ένας μηχανισμός για να βασανίσει εκ νέου τους ανθρώπους ή το είδος της ψευδούς ελπίδας, της κενής και καταστροφικής. Όλες αυτές οι ερμηνείες αφορούν στη φύση της ελπίδας, γι’ αυτό και η αμφισημία.

Στον Χριστιανισμό, η ελπίδα αποτελεί μία από τις τρεις θεολογικές αρετές μαζί με την πίστη και την αγάπη – «θεολογική» επειδή προέρχεται από τη θεία χάρη. Η χριστιανική ελπίδα δεν πρόκειται για απλή προσδοκία και επιθυμία, αλλά για μια «σίγουρη, βέβαιη προσδοκία», μία εμπιστοσύνη στο Θεό και στα δώρα του που απελευθερώνει τον πιστό από τον δισταγμό, το φόβο και την αλαζονεία.

Γι’ αυτό, η χριστιανική ελπίδα είναι περισσότερο πίστη παρά ελπίδα με την καθαρή έννοια. Όπως η προσευχή, είναι η έκφραση των περιορισμών του ανθρώπου και της σύνδεσης και εξάρτησής του με κάτι σπουδαιότερο και ανώτερο από αυτόν.

Η ελπίδα είναι ευχάριστη, απολαυστική, επειδή η προσδοκία της πραγματοποίησης μιας επιθυμίας είναι ευχάριστη. Αλλά η ελπίδα είναι επίσης επώδυνη, επειδή το γεγονός ότι το επιθυμούμε δεν σημαίνει ότι θα το αποκτήσουμε κιόλας. Ο πόνος της ματαίωσης, των ναυαγισμένων ελπίδων εξηγεί γιατί οι άνθρωποι τείνουμε να «φοβόμαστε» τις ελπίδες μας.

Από την άλλη πλευρά, η βαθιά επιθυμία κάτι να συμβεί μπορεί να οδηγήσει στο να υπερεκτιμούμε τις πιθανότητες να συμβεί και συγκεκριμένα να συμβεί σε εμάς. Πολλές από αυτές τις ελπίδες είναι κενές, ψευδείς.

Μπορούμε να ελπίζουμε και χρειάζεται να ελπίζουμε, αλλά επίσης χρειάζεται να εξετάζουμε αυτές τις ελπίδες και τη διαδικασία και τη φύση τους. Διαφορετικά, αν πάρουμε τα πράγματα πολύ σοβαρά, κινδυνεύουμε να υποφέρουμε συνεχώς από απογοήτευση και ματαίωση.

Ενδιαφέροντα σεμινάρια και μαθήματα