Σε ένα από τα ταξίδια μου στην Αίγυπτο, συνέβη κάτι το εκπληκτικό.
Ένα πρωί, καθώς πήγαινα προς το σουκ (δρόμος με μικρά μαγαζάκια σαν λαϊκή αγορά) είδα ένα μικρό παιδάκι του δρόμου. Ήταν μόλις τεσσάρων ή πέντε ετών. Αυτό το παιδάκι μάζευε μπαγιάτικο, βρώμικο μισοφαγωμένο ψωμί από το δρόμο και το έτρωγε. Δε ζητούσε χρήματα από τον κόσμο – είχε βγει απλά για να βρει τροφή. Όταν το είδα αυτό, κατάλαβα ότι κάτι έπρεπε να κάνω.
Την πλησίασα και προσπάθησα να συνεννοηθώ μαζί της με μισά Αραβικά, μισά Αγγλικά.
Το βρώμικο παιδάκι του δρόμου με κοίταξε με κάτι όμορφα καστανά μάτια. Έκανε ένα βήμα πίσω, φοβισμένο. Την πήρα από το χεράκι και άρχισα να περπατάω στα μαγαζιά ρωτώντας στα Αραβικά, “Μιλάτε Αγγλικά;” ώσπου βρήκα έναν άνδρα που μου είπε, “Ναι, γιατί;”
Του ζήτησα να πει στο κοριτσάκι να με ακολουθήσει στο κοντινότερο μαγαζί που πουλούσαν φαγητό και ότι θα της αγόραζα κάτι να φάει.
Εκείνος με ρώτησε, “Γιατί θα κάνατε κάτι τέτοιο για ένα ζητιανάκι;” Του είπα “Δεν μου ζήτησε τίποτα, τη βρήκα να τρώει φαγητά πεταμένα στο δρόμο!” Εκείνος είπε στο κοριτσάκι αυτά που του είπα. Τότε τον ρώτησα: “Πόσο κοστίζει ένα ψωμάκι με φασόλια;”
Χαμογέλασε και είπε ότι κοστίζει περίπου 50 λεπτά.
Ήρθε μαζί μας μέχρι το μαγαζάκι, όπου εξήγησε στον άνθρωπο εκεί τι ήθελα και με βοήθησε να αγοράσω τρία ψωμάκια. Έδωσα το ένα στο κοριτσάκι, που το έφαγε σαν να είχε μέρες να φάει. Τα άλλα δύο τα έβαλα σε μία σακούλα και της τα έδωσα. Μου χάρισε ένα υπέροχο χαμόγελο και έφυγε τρέχοντας.
Το άλλο πρωί, στο δρόμο μου προ το σουκ, η μικρούλα ήταν εκεί και με περίμενε. Απ’ ό,τι φαίνεται ήξερε να ξεχωρίζει τα καλά πράγματα. Γέλασα και είπα, “Για να δούμε, πρωινό ξανά;” και επανέλαβα τη διαδικασία της προηγούμενης ημέρας, σκεπτόμενη ότι τουλάχιστον για 14 ημέρες, όσο θα έμενα στο Κάιρο, το παιδάκι αυτό θα έτρωγε πρωινό και ίσως και μεσημεριανό, ανάλογα αν κρατούσε τα ψωμάκια για τον εαυτό της ή τα μοιραζόταν και με άλλους.
Ο μαγαζάτορας χαμογέλασε, το ίδιο και ο άνθρωπος που πουλούσε το φαγητό. Είχαμε γίνει γρήγορα φίλοι λόγω της ιστορίας αυτής.
Εκείνο το βράδυ άρχισα να σκέφτομαι το κοριτσάκι αυτό. Ήταν τόσο βρώμικο και μύριζε τόσο άσχημα. Τι άλλο μπορούσα να κάνω για να το βοηθήσω; Το άλλο πρωί κατευθύνθηκα ξανά προς το σουκ, αυτή τη φορά όμως είχα ένα μεγαλύτερο σχέδιο. Όταν έστριψα στη γωνία την είδα να στέκεται εκεί, ακριβώς στην ώρα της, να με περιμένει χαμογελώντας.
Την πήρα από το χεράκι, πήγα στον μαγαζάτορα και τον ρώτησα: “Πού υπάρχει νερό;” Εκείνος νόμιζε ότι του ζητούσα εμφιαλωμένο νερό και του εξήγησα “Όχι, θα ήθελα μια βρύση, σαν αυτές που πλένονται οι άνθρωποι πριν την προσευχή”.
Με κοίταξε με ένα βλέμμα σαν να μου έλεγε “Είσαι στ’ αλήθεια μια τρελή Αμερικανίδα!” και μου έδειξε ένα δρομάκι όπου υπήρχε μια βρύση.
“Για να δούμε”, σκέφτηκα, “τι θα σκεφτεί όλος αυτός ο κόσμος;”
Έβγαλα από την τσάντα μου μια εφημερίδα και πάνω της ακούμπησα μια πλάκα σαπούνι, ένα σφουγγάρι, σαμπουάν και κρέμα μαλλιών (από αυτά που δίνουν τα καλά ξενοδοχεία σε μικρά μπουκαλάκια).
Και τώρα τα δύσκολα: Να της βγάλω τα ρούχα της χωρίς να αναστατώσω τον κόσμο.
Το νερό ήταν κρύο, αλλά ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω. Της έβγαλα τα ρουχαλάκια της και άρχισα να τη σαπουνίζω. Στριφογυρνούσε και τιναζόταν όλη την ώρα, και από το χαμόγελό της κατάλαβα ότι της άρεσε που κάποιος τη φρόντιζε. Χρειάστηκαν δυο χέρια σαπούνι για να καθαρίσει, και όλο το σαμπουάν για να μυρίσει όμορφα. Από την τσάντα μου έβγαλα μια πετσέτα και τη σκούπισα. Μετά έβγαλα ένα μικρό φουστανάκι από την τσάντα που κρατούσα. Το είχα αγοράσει για το κοριτσάκι ενός φίλου, αλλά αποφάσισα ότι φέτος θα περνούσε με ένα ρουχαλάκι λιγότερο. Το κοριτσάκι αυτό είχε μεγαλύτερη ανάγκη.
Όταν έβγαλα έξω το φορεματάκι και το είδε, το μουτράκι της φωτίστηκε όπως όλων των παιδιών τα Χριστούγεννα. Της ήταν λίγο μεγάλο, αλλά γρήγορα θα ψήλωνε κι άλλο.
Τότε παρατήρησα ότι γύρω μας είχε μαζευτεί πλήθος. Είχα αφοσιωθεί τόσο στη δουλειά μου που δεν τους είχα παρατηρήσει. Κοίταξα και είδα άνδρες, γυναίκες και παιδιά να χαμογελούν. Ο μαγαζάτορας με ρώτησε γιατί βοηθούσα εκείνο το παιδί, και η απάντησή μου ήταν “Τα παιδιά του κόσμου είναι δικά μου και δικά σας. Αν δεν τα φροντίσουμε εμείς, ποιος θα το κάνει;”
Τους είπα ότι εκείνο το παιδί ήταν δικό μου σαν αν το είχα γεννήσει, ότι όλοι είμαστε υπεύθυνοι για τα παιδιά και ότι αν έστω και ένα παιδί πέφτει να κοιμηθεί πεινασμένο, τότε εμείς κάτι δεν κάνουμε σωστά.
Γύρισε προς το πλήθος και άρχισε να τους μεταφράζει, και εκείνοι άρχισαν να κουνούν το κεφάλι τους καταφατικά. Προς έκπληξή μου, άρχισαν όλοι να χειροκροτούν δυνατά. Ήταν σαν να είχε συμβεί ένα θαύμα μέσα από μία τόσο απλή πράξη. Έσκυψα και τύλιξα το παλιό φουστανάκι, το σαπούνι και τα άλλα πράγματα σε μία πλαστική σακούλα και τα έδωσα στο κοριτσάκι προτού φύγουμε για να πάρουμε το πρωινό της.
Τα πράγματα είχαν αλλάξει: ο πωλητής δεν δέχτηκε χρήματα και της έδωσε το φαγητό ο ίδιος.
Αγκαλιαστήκαμε με το κοριτσάκι και έφυγα για τη δουλειά μου.
Την επόμενη μέρα είχα πολλά επαγγελματικά ζητήματα να διευθετήσω και δεν πήγα στο σουκ. Μετά αρρώστησα και δεν μπόρεσα να πάω για πέντε μέρες. Την έκτη μέρα βγήκα στο δρόμο να την ψάξω και τη βρήκα στο ίδιο σημείο, να φοράει το καινούριο της φορεματάκι. Ο πωλητής ήρθε τρέχοντας και μου είπε “Κυρία, νόμιζα ότι είχατε επιστρέψει στην πατρίδα σας”.
Του είπα ότι είχα αρρωστήσει και μου είπε να μην ανησυχώ γιατί της έδιναν φαγητό κάθε μέρα. “Όμως”, είπε, “κάθε πρωί σας έψαχνε για ώρες. Της έλεγα ότι είχατε πάει πίσω στην Αμερική και εκείνη μου απαντούσε όχι, και περίμενε”.
Ρώτησα τον άνθρωπο αν 40 δολάρια θα κάλυπταν το φαγητό της για περίπου ένα χρόνο, και αν θα φρόντιζε εκείνος να τρώει κάτι το κοριτσάκι κάθε μέρα. Μου απάντησε καταφατικά και πρόσθεσε ότι και άλλοι ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν, καθώς ένιωθαν ότι ο Αλλάχ με είχε στείλει σε εκείνους σαν δάσκαλο.
Την προηγούμενη της αναχώρησής μου από το Κάιρο, κάθισα με το κοριτσάκι και το μαγαζάτορα για να μας μεταφράζει και της είπα ότι θα έφευγα. Της είπα ότι θα είχε φαγητό κάθε μέρα και ότι θα προσπαθούσα να έρθω ξανά του χρόνου.
Της έδωσα μια σακούλα που είχε μέσα μπάρες με φρούτα, σαπούνι, σαμπουάν, λίγα χρήματα και ένα πουλόβερ που της ήταν αρκετά μεγάλο, αλλά θα την κρατούσε ζεστή.
Δεν ξέρω πού είναι οι γονείς της. Αυτό που ξέρω όμως είναι ότι ένας άνθρωπος αρκεί για να κάνει τη διαφορά σε ένα παιδί.
Αν σε κάθε ταξίδι μπορώ να πλησιάσω ένα παιδί, τότε έχω κάνει το έργο του Θεού.
Τα παιδιά του κόσμου είναι στ’ αλήθεια δικά μου και δικά σας.
Ατίρα Χάτον
Απόσπασμα από το βιβλίο της Mary Ellen “Χριστούγεννα γεμάτα από θαύματα” από τις εκδόσεις Κρύων