Όταν πρωτοήρθα σ’ αυτή την χώρα, με κάλεσαν να κάνω μια σειρά ομιλιών για το διαλογισμό και το μυστικισμό στο Σαν Φρανσίσκο.
Είδα με ενδιαφέρον πως υπήρχαν στο ακροατήριο αρκετοί χίπις. Δεν ήταν και τόσο θρησκευόμενοι και δεν τους άρεσαν τα μισόλογα· όταν διαφωνούσαν μαζί μου, το έλεγαν ξεκάθαρα.
Ένα απόγευμα, χωρίς να έχω αυτή την πρόθεση, τους σόκαρα παραθέτοντας μια παράγραφο που αναφερόταν στον Παράδεισο και στην Κόλαση.
«Είσαι μορφωμένος και πολιτισμένος άνθρωπος», διαμαρτυρήθηκε αργότερα ανήσυχος ένας φίλος. «Πώς είναι δυνατόν να πιστεύεις σε τέτοιες μεσαιωνικές ιδέες;»
«Για να πω την αλήθεια», απάντησα, «δεν θεωρώ πως είναι μεσαιωνικές. Έχω δει αρκετούς ανθρώπους να ζουν ουσιαστικά στην Κόλαση – και έναν δυο στον Παράδεισο».
Όποτε μας κατακλύζει μια εγωιστική παρόρμηση ή ένα κύμα οργής, βρισκόμαστε στην Κόλαση· οσμιζόμαστε σχεδόν τους θειούχους καπνούς της ανασφάλειας και του φόβου. Αν είμαστε τόσο εξοργισμένοι ώστε να μην μας παίρνει ο ύπνος, είμαστε όλη τη νύχτα φιλοξενούμενοι στο ξενοδοχείο της Κόλασης».
«Αυτό είναι διαφορετκό», απάντησε ανακουφισμένος ο φίλος μου. «Τώρα μιλάς μεταφορικά. Εγώ νόμιζα ότι το εννοούσες στην κυριολεξία».
«Η Κόλαση δεν είναι αλληγορία», είπα. «Ούτε και ο Παράδεισος. Η Κόλαση και ο Παράδεισος είναι καταστάσεις συνειδητότητας. Ο Ιησούς δεν είπε πως η βασιλεία των ουρανών βρίσκεται μέσα μας;
Οι νοητικές, λοιπόν, καταστάσεις είναι πραγματικές – σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις είναι περισσότερο «χειροπιαστές» από τα απτά πράγματα.
Αν σου πετούσα αυτό το στυλό, ίσως να σε τραυμάτιζα λίγο. Αν όμως έλεγα κάτι άδικο κι εσύ το σκεφτόσουν συνεχώς, η μνησικακία μπορεί να σ’ έκαιγε για χρόνια. Μπορεί ακόμα να χειροτέρευε το έλκος σου».
«Νόμιζα πως μιλούσες για την αμαρτία», απάντησε εκείνος κάπως γκρινιάρικα. «Δεν μου αρέσουν αυτές οι παλιές ιδέες για την αμαρτία και την τιμωρία».
«Δεν μιλώ συνήθως για την αμαρτία», παραδέχτηκα. Όχι επειδή δεν είναι κάτι το αληθινό, αλλά επειδή όταν λες συνεχώς “Είμαι αμαρτωλός, είμαι αμαρτωλός”, αποδέχεσαι πως είσαι όντως αμαρτωλός. Περιμένεις λοιπόν ότι θα κάνεις λάθος πράγματα, κι έτσι είναι πολύ πιο πιθανό να τα κάνεις. Μου αρέσει να δίνω έμφαση στην αρχέγονη καλοσύνη: “Είμαι άγιος, είμαι άγιος – εν δυνάμει”».
Και πρόσθεσα: «Η ουσιαστική μου, όμως, αντίρρηση γι’ αυτές τις “παλιές ιδέες” είναι ότι δημιουργούν την εντύπωση ότι η τιμωρία κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας, από έναν εξοργισμένο Θεό που υπάρχει έξω από μας. Εμείς οι ίδιοι τιμωρούμε τον εαυτό μας. Η αμαρτία είναι η τιμωρία».
Αυτή η προσέγγιση με αγγίζει βαθιά και, από εκείνες τις πρώτες ημέρες, διαπίστωσα πως έχει απήχηση και σ’ένα σύγχρονο ακροατήριο.
Δεν πρόκειται για μια καινούργια ιδέα – οι χριστιανοί συγγραφείς, από την εποχή των Πατέρων της Ερήμου, έχουν αναφερθεί ξεκάθαρα σ’ αυτά τα θέματα και ο Βούδας είναι εκείνος που αναφέρθηκε σ΄αυτά με τη μεγαλύτερη ακρίβεια.
Σήμερα, όμως, ανταποκρίνεται στην επιστημονική μας ιδιοσυγκρασία. Δεν υπάρχει λόγος να τιμωρούμαστε επειδή εξοργιζόμαστε, για παράδειγμα· η ίδια η οργή είναι η τιμωρία.
Την επόμενη φορά που θα σας πλησιάσει κάποιος εξοργισμένος, παρατηρήστε και θα δείτε τι προκαλεί αυτό στο σώμα: ψηλή πίεση, κατακλυσμό των ζωτικών οργάνων και των ιστών με αδρεναλίνη, υποβολή του σώματος σε κάθε λογής στρες.
Όταν βλέπω κάποιον να είναι οργισμένος, σκέφτομαι: «Αυτό είναι ένα χιλιοστό καρδιακής προσβολής!»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Έκναθ Ησγουάραν « Η Αρχέγονη Καλοσύνη» από τις εκδόσεις Καστανιώτη