Ένας πολυμαθής μελετητής ήταν τυφλός, ήταν η εποχή του Βούδα Γκωτάμα. Διατύπωνε τις σκέψεις του με τόση καθαρότητα όταν συνομιλούσε με κάποιον ή επιχειρηματολογούσε που όλο το χωριό βασανιζόταν από αυτόν, όλοι ενοχλούνταν: «Είσαι τυφλός, γι’ αυτό το φως δεν είναι μέσα στο πεδίο των δυνατοτήτων σου».
Αλλά είπε: «Τότε κάντε το μου διαθέσιμο μέσω άλλων πηγών. Μπορώ να ακούσω – χτυπήστε το σαν ένα τύμπανο».
Δεν μπορείς να χτυπήσεις το φως σαν ένα τύμπανο.
Και ο τυφλός άντρας είπε: «Μπορώ να αγγίξω, τουλάχιστον αφήστε με να αγγίξω το φως. Το χέρι μου είναι ανοιχτό – πού είναι το φως σας; Μπορώ να μυρίσω…»
Αλλά καμία από αυτές τις αισθήσεις δεν είναι ικανή να αισθανθεί την πραγματικότητα του φωτός. Όλο το χωριό βασανιζόταν: «Τι να κάνουμε με αυτόν τον άντρα; Είναι τέτοιο πνεύμα αντιλογίας…. όλοι ξέρουμε τι είναι το φως, αλλά εκείνος αρνείται την πραγματικότητά του. Και έχει βάσιμους λόγους – δεν μπορούμε να του προσφέρουμε καμία απόδειξη».
Άκουσαν ότι ο Βούδας Γκωτάμα θα ερχόταν στο χωριό τους. Σκέφτηκαν: «Αυτή είναι μια καλή ευκαιρία να πάμε αυτόν τον τυφλό άντρα στον Βούδα Γκωτάμα Εάν ο Βούδας Γκωτάμα δεν μπορεί να τον πείσει, τότε δεν είναι μάλλον εφικτό. Άλλωστε, όπως και να έχει, θα είναι ενδιαφέρον· μπορούμε να δούμε ως ποιο σημείο μπορεί ο Βούδας Γκωτάμα να διαφωνήσει με αυτόν τον άντρα».
Αλλά έκαναν λάθος. Ο Βούδας Γκωτάμα δεν διαφώνησε με τον άντρα. Απλά είπε: «Μην τον ενοχλείτε, είναι άσχημο εκ μέρους σας να του λέτε ότι υπάρχει φως. Αν ήσασταν αρκετά συμπονετικοί, θα προσπαθούσατε να βρείτε κάποιον γιατρό να θεραπεύσει τα μάτια του. Το φως δεν είναι ένα θεωρητικό ζήτημα· πρέπει να έχεις μάτια για να το δεις και τότε δεν τίθεται καμία αμφιβολία».
Ο Βούδας είχε τον δικό του γιατρό που ταξίδευε μαζί του. Είπε στον γιατρό του: «Να παραμείνεις στο χωριό μέχρι τα μάτια αυτού του άντρα να θεραπευτούν. Θα μετακινούμαι με το καραβάνι μου».
Μετά από έξι μήνες ο γιατρός και ο τυφλός άντρας ταξίδεψαν στο μέρος όπου ήταν ο Βούδας, και ο άντρας δεν ήταν πλέον τυφλός. Πήγε χορεύοντας!
Έπεσε στα πόδια του Βούδα Γκωτάμα και είπε: «Σου είμαι τόσο ευγνώμων που δεν με αντιμετώπισες με φιλοσοφική διάθεση, που δεν με ταπείνωσες. Αντί να μπεις στη διαδικασία μιας μεγάλης δημόσιας συζήτησης, απλώς έκανες σαφές ένα πράγμα: ότι το ζήτημα δεν είναι το φως, το ζήτημα είναι τα μάτια».
Απόσπασμα από το βιβλίο του Osho «Φόβος» από τις εκδόσεις Ιβίσκος